ἀπαίτημα
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
English (LSJ)
ἀπαιτήματος, τό,
A demand, BGU1113.15 (i B.C.); requirement, Arr.Epict.4.6.35, M.Ant.5.15.
II that which is demanded, ἄνθρωπος γῆς ἀπαίτημα Secund.Sent.7.
Spanish (DGE)
ἀπαιτήματος, τό
1 reclamación, BGU 1113.15 (I a.C.)
•en sent. moral exigencia οὐκ ἔστιν ἀπαιτήματα ἀνθρώπου no son exigencias del hombre las cosas que no le atañen en cuanto hombre, M.Ant.5.15, τίνα οὖν τὰ ἀπαιτήματα; ¿qué se te exige entonces? Arr.Epict.4.6.35.
2 concr. demanda, petición, lo que es pedido o demandado fig. (ἄνθρωπος) γῆς ἀπαίτημα Secund.Sent.8, en sent. jur. PStras.142.17 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 275] τό, Forderung, M. Anton. 5, 15.
French (Bailly abrégé)
ἀπαιτήματος (τό) :
réclamation, objet de réclamation.
Étymologie: ἀπαιτέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαίτημα: ἀπαιτήματος, τό, ἀπαίτησις, Μ. Ἀντων. 5. 15.