πάμφλεκτος
τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light
English (LSJ)
πάμφλεκτον, all-blazing, βωμοί S.Ant.1006; π. πῦρ Id.El.1139, Axionic.4.11.
German (Pape)
[Seite 455] ganz entflammt, ganz brennend; βωμοί, Soph. Ant. 1006; πῦρ, El. 1128, wie Axionic. bei Ath. VIII, 372 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout enflammé, tout ardent.
Étymologie: πᾶν, φλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμφλεκτος -ον [πᾶς, φλέγω] aan alle kanten aangestoken.
Russian (Dvoretsky)
πάμφλεκτος: ярко пылающий (βωμοί, πῦρ Soph.).
Greek Monolingual
πάμφλεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα
2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύφλεκτος].
Greek Monotonic
πάμφλεκτος: -ον (φλέγω), αυτός που κατακαίει τα πάντα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφλεκτος: -ον, πλήρης φλογῶν, ἢ ὁ τὰ πάντα κατακαίων, βωμοὶ Σοφ. Ἀντ. 1006 . π. πῦρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1139 . πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω; Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 11.
Middle Liddell
πάμφλεκτος, ον, φλέγω
all-blazing, Soph.