συμφιλέω
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
love mutually, opp. συνέχθω, S.Ant.523.
German (Pape)
[Seite 991] (s. φιλέω), mit, zugleich od. gegenseitig lieben, Gegensatz συνέχθειν, Soph. Ant. 523.
French (Bailly abrégé)
συμφιλῶ :
aimer ensemble ou aimer mutuellement.
Étymologie: σύν, φιλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφιλέω [σύν, φιλέω] samen liefhebben, delen in liefde (voor).
Russian (Dvoretsky)
συμφῐλέω: вместе любить или взаимно любить: οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν Soph. я рождена не для взаимной вражды, а для взаимной любви.
Greek Monotonic
συμφῐλέω: μέλ. -ήσω, τρέφω αμοιβαία αγάπη, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συμφῐλέω: φιλῶ ὁμοῦ μετ’ ἄλλου, οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν, δὲν εἶναι τοῦ χαρακτῆρός μου νὰ συμμισῶ, ἀλλὰ νὰ συναγαπῶ, Σοφ. Ἀντ. 523.