ἀμοθεί
French (Bailly abrégé)
adv.
sans querelle, sans dissension.
Étymologie: ἀ, μόθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοθεί: Ἐπίρρ. ἐν Θουκ. 5. 77, ἐκ συμβατηρίου ἐγγράφου μεταξὺ Λακεδαιμον. καὶ Ἀργείων, πιθ. (ἐκ τοῦ α στερ. καὶ μόθος), ἄνευ φιλονικίας ἢ φατριασμοῦ, ἀστασιάστως, ἴδε Ahrens π. Δωρ. Διαλ. σ. 481. ― Ὁ τύπος εἰς -ει ὑποστηρίζεται ὑπὸ Θεογνώστ. Καν. σ. 165· «τὰ εἰς θει ἐπιρρήματα διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται, οἷον ἀμοθεί, ἀμοχθεὶ κτλ.·» ὥστε ἡ γραφὴ ἀμόθι = ἀμοῦ γέπου (πρβλ. οὐδαμόθι) δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοθεί: v. l. ἀμοθί adv. без разногласий, единодушно (βουλευσάμενοι Thuc.).
Middle Liddell
[from α privat., μόθος
without quarrel, Lacon. word in Thuc.
Lexicon Thucydideum
(Dor. Doric dialect), coniunctim, una, jointly, together, vel secundum alios or according to others quovis modo, in any manner, 5.77.6, [in plerisque codd. in most manuscripts ἁμοθεί, cf. Popp. adn. compare Poppo's note]