ἔνερσις
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἐνείρὠ fitting in, fastening, ἐνέρσει χρυσῶν τεττίγων, used by old men at Athens to fasten up their hair, Th.1.6.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
inserción χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι ciñendo la cabellera mediante la inserción de (pasadores en forma de) cigarras de oro de los atenienses, Th.1.6, cf. Agath.1.3.4, de un hilo en un astrágalo como método de cifra, Aen.Tact.31.19, βρόχου βραχέος ἐνέρσει τὰ ξύλα ... νεύειν Procop.Goth.1.21.15, cf. 2.23.37.
German (Pape)
[Seite 839] ἡ, das Hineinfügen, -stecken, Thuc. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'enrouler, d'enlacer, d'attacher.
Étymologie: ἐνείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἔνερσις: εως ἡ втыкание, вкалывание (χρυσῶν τεττίγων Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνερσις: -εως, ἡ, (ἐνείρω), τὸ ἐνείρειν, ἐντιθέναι, ἐναρμόζειν, χρυσῶν τεττίγγων ἐνέρσει, οὓς ἐκάρφωνον εἰς τὴν κόμην των οἱ πρεσβύτεροι τῶν εὐγενῶν Ἀθηναίων πρὸς συγκράτησιν τῶν τριχῶν ἐν τῇ κορυφῇ ἐν ᾗ ἐσχημάτιζον κρώβυλον, δηλ. εἶδος πλέγματος τῶν τριχῶν λῆγον εἰς σχῆμα κώνου ἐν τῇ κορυφῇ, Θουκ. 1. 6.
Greek Monolingual
ἔνερσις, η (AM) ενείρω
εναρμογή, προσαρμογή, ένθεση («ἡ τιάρα ἐνέρσει ἀνθράκων ἀπολάμπουσα τῇ λαμπρότητι», Θεοφύλ. Σιμοκ.).
Greek Monotonic
ἔνερσις: -εως, ἡ (ἐνείρω), εφαρμογή, συναρμολόγηση, στερέωση, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἔνερσις, εως ἐνείρω
a fitting in, fastening, Thuc.
Lexicon Thucydideum
innexio, fastening to, 1.6.3, [olim formerly ἐν ἔρσει]