πολυχειρία
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
ἡ,
A multitude of hands, i.e. workmen or assistants, Th.2.77, X.Cyr.3.3.26, Arist.Mu.398b12, Man. ap. J.Ap.1.26.
II possession of many hands, Βριάρεω π. Polem.Cyn.43.
German (Pape)
[Seite 677] ἡ, Menge von Händen, Βριάρεω, Polem. 1, 43; von Arbeitern, Helfern, Thuc. 2, 77; Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 8, 5, 2; D. Sic. 11, 2, 40.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
multitude de bras, d'ouvriers ou de personnes.
Étymologie: πολύχειρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυχειρία -ας, ἡ [πολύχειρ] veelheid van helpers.
Russian (Dvoretsky)
πολυχειρία: ἡ обилие (рабочих) рук Thuc., Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχειρία: ἡ, πλῆθος χειρῶν, δηλ. ἐργατῶν ἢ βοηθῶν, Θουκ. 2. 77, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχε(ι)ρία· πλῆθος ἐργαζομένων καὶ ἀνυόντων».
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πολύχειρος
1. το πλήθος τών χεριών, δηλ. εργατών, βοηθών
2. η ιδιότητα του πολύχειρου, το να έχει κανείς πολλά χέρια.
Greek Monotonic
πολῠχειρία: ἡ, πλήθος χεριών, δηλ. εργάτες ή βοηθοί, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
πολῠχειρία, ἡ,
a multitude of hands, i. e. workmen or assistants, Thuc., Xen.