παραβοηθέω

Revision as of 14:35, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A come to aid, τινι Th.1.47, Antiph.228.3; πρός τινα against one, Plb.2.54.10: abs., come to the rescue, Ar.Eq.257, Th.3.22, X.HG1.1.6.
2 aid on the other hand, Pl.R. 572e.

German (Pape)

[Seite 472] zu Hülfe kommen bei Etwas, helfen bei Etwas; absol., Ar. Equ. 257, wie Plat. Rep. IX, 572 f; τινί, Thuc. 1, 47; Antiphan. bei Ath. I, 3 f u. Sp., wie Pol. 5, 69, 6.

French (Bailly abrégé)

παραβοηθῶ :
porter secours : τινι, πρός τινα à qqn.
Étymologie: παρά, βοηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-βοηθέω te hulp komen, abs. of met dat. de andere kant steunen.

Russian (Dvoretsky)

παραβοηθέω:
1 приходить на помощь (τινι Thuc., Plut. и πρός τινα Polyb.);
2 оказывать взаимную помощь Plat.

Greek Monotonic

παραβοηθέω: μέλ. -ήσω, έρχομαι να βοηθήσω κάποιον, τινί, σε Θουκ.· απόλ., έρχομαι προς διάσωση ή σωτηρία, σε Αριστοφ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παραβοηθέω: ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, εἰς βοήθειαν, τινι Θουκ. 1. 47, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 4· πρός τινα, ἐναντίον τινός, Πολύβ. 2. 54, 10· - ἀπολ., ἔρχομαι πρὸς βοήθειαν, ὅπως σώσω τινά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, Θουκ. 3. 22, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 6. 2) ὡς τὸ ἀντιβοηθέω, Πλάτ. Πολ. 572Ε.

Middle Liddell

fut. ήσω
to come up to help, τινί Thuc.: —absol. to come to the rescue, Ar., Thuc.

Lexicon Thucydideum

auxilio esse, to aid, 1.47.3, 2.90.3, 2.90.6. 3.22.7, 3.23.2. 4.14.2. 6.101.6, 7.37.3, 7.53.1, 7.70.1, [nonnulli codd. several manuscripts παραβοηθοῖ]. 7.71.6, 8.24.1. 8.94.3.