τιμάω

From LSJ
Revision as of 19:23, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμάω Medium diacritics: τιμάω Low diacritics: τιμάω Capitals: ΤΙΜΑΩ
Transliteration A: timáō Transliteration B: timaō Transliteration C: timao Beta Code: tima/w

English (LSJ)

Il.23.788, etc.: fut.

   A τιμήσω 9.155, etc., Dor. 3pl. τιμᾱσεῦντι Theoc.Ep.7.4: aor. ἐτίμησα Hdt.8.124, etc., Ep. τίμησα Hes.Th. 399, Lyr. τίμᾱσα Pi.N.6.41, B.12.194: pf. τετίμηκα Lys.26.17, etc., Dor. τετίμᾱκα Pi.I.4(3).37(55):—Med., fut. τιμήσομαι always in pass. sense, h.Ap.485, A.Ag.581, S.Ant.210, E.Fr.360.49, Th.2.87, X.Cyr.8.7.15 (reading δι' ἄνδρα with codd. DF), Hier.9.9, exc. in Pl.Ap.37b, where it is used in a technical sense (v. infr. 111.2): aor. ἐτιμησάμην in senses shared by Act., Od.19.280, 20.129, Il.22.235, Th.3.40; in sense 111.2, Pl.Cri.52c:—Pass., fut. τιμηθήσομαι Th.6.80, D.19.223, IG22.1182.9, etc.; τετιμήσομαι Lys.31.24 codd. (τιμήσεται Cobet): aor. ἐτιμήθην Hdt.5.5, etc.; Lyr. 3pl. τίμᾱθεν Pi.Parth.2.41: pf. τετίμημαι Il.12.310, etc.; also Med. in technical sense, v. 111.2:—honour, revere, reverence (in this sense the Med. is used only by Hom.); of the honour rendered to superiors, as by men to gods, by men to their elders, rulers, or guests, περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο Od.19.280, etc.; τίμα τὸν πατέρα σου LXX Ex.20.12, al.; conversely of the honour bestowed by gods upon a man, μερμήριζε (sc. Ζεὺς)... ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ Il.2.4, cf. 15.612, Od. 3.379; by a father on his son, 14.203, Hes.Th.532; by an elder brother, Il.22.235 (Med.): also in Pi., Hdt., and Att., ἐξόχως τίμας εν Pi.O.9.69; δαιμόνων τιμᾶν γένος A.Th.236; θεοὺς τιμῶντες S.OC277, cf. 1071 (lyr.), Hdt.2.29; σέβεσθαι καὶ τ. τοὺς θεούς X.Mem.4.3.13; ἱλασκομένοις καὶ τιμῶσιν . . Δία Πατρώϊον SIG1044.6 (Halic., iv/iii B.C.); τὸν φίλον τιμῶσιν ἐξ ἴσου πατρί S.Ant.644, cf. 516, E.Med.660 (lyr.), Hdt.7.107, etc.; θεοὶ δ' ὅταν τιμῶσιν, οὐδὲν δεῖ φίλων E.HF1338: abs., οἱ τύραννοι μάλιστα δύνανται τιμᾶν bestow honours, D.20.15 (τιμᾶν secl. Bake), cf. Pl.Lg.631e: hence simply, reward, X.Cyr. 3.3.6, Isoc.9.42 (so in Pass., Hdt.7.213, Lys.12.64, 19.18); ἐπαινεῖν καὶ τ., τ. καὶ δωρεῖσθαι, δωρεῖσθαί τε καὶ τ., τ. καὶ χαρίζεσθαι, X.Cyr.1.2.12, 3.2.28, 8.2.10, 2.4.9: c. dat. modi, δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσι will honour him with gifts, Il.9.155; ξεῖνον ἐτιμήσασθ' ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ Od.20.129; τιμᾶν τινα τάφῳ, γόοις, A.Th.1051, Supp.116 (lyr.); πόλιν τ. συμμάχῳ δορί Id.Eu.773; ἐσθήμασι Th.3.58; χοροῖς E.Ba.220; δώροις X.An.1.9.14, HG6.1.6; στρεπτοῖς καὶ ψελίοις τ. καὶ κοσμεῖν τινα Id.Cyr.1.3.3:—Pass., mostly in pf. τετίμημαι, which alone is pass. in Hom., to be honoured, held in honour, Il.9.608, Od. 7.69; ἐτιμήθη παρὰ Ξέρξῃ Hdt.8.105; ὑπό τινος Pl.R.426c, etc.; τετίμαται πρὸς ἀθανάτων Pi.I.4(3).59(77); σκήπτρῳ . . δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων Il.9.38, cf. 12.310; τιμᾶσθαι προεδρίαις X.Vect.3.4, cf. Cyr.8.4.2; ἐκ τοῦ πολεμεῖν Th.5.16: c. acc. cogn. attracted to gen., ὥς μευ ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος, οὐδέ σε λήθω, τιμῆς ἧς τέ μ' ἔοικε τετιμῆσθαι Il.23.649 (but c. gen., τετειμημένος ὑπὸ τῶν αὐτοκρατόρων τετάρτης στρατείας ( = Lat. quattuor militiis) Supp.Epigr.7.145 (Palmyra, ii A.D.)); οἱ τετιμηυένοι men of rank, men in office, X.Cyr.8.3.9; οἱ τιμώμενοι ib. 8.8.4, cf. E.Or.[913]; τῆς πόλεως τὸ τιμώμενον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν the honour enjoyed by the city, Th.2.63.    II of things, hold in honour or esteem, value, prize, h.Hom.25.6, Pi.O.6.72, etc.; τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ; E.Ph.550; νόμους τ. Id.Tr.1211; τὴν εὐσέβειαν, ἀγνωμοσύναν, Id.Ion1046, Ba.885 (lyr.); ἰσότητα Id.Ph.536, cf. Pl.Tht.149c; τὸ σωφρονεῖν τ. τοῦ βίου πλέον A.Supp.1013.    2 c. gen. pretii, estimate or value at a certain price, Pl.Lg.917c, 921b, PCair.Zen.269.13,15 (iii B.C.), UPZ67.3 (ii B.C.), etc.; πλοῖα τετιμημένα χρημάτων Th.4.26: abs., τετιμῆσθαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν χρεών that each man should have his property valued (for assessment), Pl.Lg.955d, etc.; οἱ ὑπὲρ τὰς μυρίας τιμώμενοι δραχμάς Plb.6.23.15; τὸ τιμηθέν the estimate, Pl. Lg.954b:—freq. in Med., διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο <τὰ> αὑτοῦ estimated his property at . ., Lys.19.48, cf. PPetr.2 intr.p.33(iii B.C.); πρὸ παντὸς τιμᾶσθαί τι, like περὶ παντὸς ποιεῖσθαι (v. περί A. IV), Th. 3.40, cf. 1.33; πλείονος, μείζονος τιμᾶσθαι, X.Mem.3.10.10, Cyr.2.1.13; τοσούτου τ. τὴν πολιτείαν D.22.45; μίαν ἡδονὴν θανάτου τ. Plu. 2.5b: also with Preps., ἀντὶ παντὸς ἂν τιμησαίμην εἰπεῖν τοῦ βίου D.18.214: without a gen., ἐτιμήσαντο τήν τε χώραν καὶ τὰς οἰκίας Plb.2.62.7: simply, value, estimate, ἐν προικί Is.3.35, cf. D.47.57 (Pass.), 53.1; τινα LXX Le.27.8, Ev.Matt.27.9.    3 rarely, award or give as an honour, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος Pi.P.4.270; ταὐτὰ τῇδέ μοι τάδε τιμᾶτε S.Aj.688; ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν Id.Ant.514; πατρῴαν τιμῶν χάριν E.Or.829 (lyr.): hence,    III as Att. lawterm (cf. τίμημα 4):    1 in Act. (later in Med., PHal.1.201 (iii B.C.), D.L.2.41, etc.), of the court, estimate the amount of punishment due to the criminal, award the penalty, τιμάτω τὸ δικαστήριον, ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν . . τὸν ἡττηθέντα Pl.Lg.843b; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης ib.879b; τ. τὰς βλάβας ib.843d; τ. τὴν δίκην ib.880d (cf. infr. 2c); ἅπασι τ. τὴν μακράν (sc. γραμμήν) award them the long line, i.e. sentence of death, Ar.V.106, ubi v. Sch.: abs., ὡς ἐγὼ τιμᾶν βλέπω I carry penalty in my eyes, am itching for pains and penalties, ib.847: the sentence or judgement awarded is added in the gen., τ. τινὶ θανάτου (sc. δίκην) give sentence of death against a man, condemn him to death, Lys.27.7 (cf. 8), Pl.Grg.516a, D.24.103 (Pass.), 32.15; τ. τινὶ δέκα ταλάντων mulct him in ten talents, Id.58.31; τίνος τιμήσειν αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ δικαστήριον; at what do you expect the court to fix his penalty? Id.21.151, cf. Pl.Ap.37c; ἡ ἡλιαία τιμάτω περὶ αὐτοῦ ὅτου ἂν δόξῃ ἄξιος εἶναι παθεῖν Lexap.D.21.47: c. acc. pers., τιμάτωσαν αὐτὸν καθ' ὅτι ἂν δοκῇ τῷ κοινῷ IG22.1275.16:—Pass., τιμᾶσθαι ἀργυρίου to be condemned to a fine, τινος for a thing, Lys.6.22, Lex ap.D.21.47; ἐὰν . . ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον if sentence of death has been passed upon one, Pl.Lg.946e, cf. Antipho 6.38.    2 in Med., of the parties before the court,    a of the accuser, τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου (sc. τὴν δίκην) he estimates the penalty at death (gen. pretii) for me, Pl.Ap.36b; εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι Id.Grg.486b, cf. D. 25.74,83, etc.    b of the person accused (cf. ἀντιτιμάω, ὑποτιμάω) , τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ estimate the penalty for myself at so high a rate, Pl.Ap.37b, cf. 38b; ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι Id.Cri.52c; ἔδησεν ἑαυτὸν τιμησάμενος δεσμοῦ Lys.6.21: pf. Pass., θανάτου τετιμημένος ἑαυτῷ Din.1.1:—Arist.Rh.1375a1 uses the Act. in this sense.    c the acc. of δίκη or of the offence is added, πέντε μυριάδων τιμησάμενος τὴν δίκην Plu.Cic.8, cf. Lys.13, D.L.2.42; θανάτου τιμῶμαι τὰ πεπολιτευμένα ἐμαυτῷ Plu.Phoc.34.

German (Pape)

[Seite 1114] fut. pass. ist gew, τιμήσομαι, H. h. Apoll. 485 Soph. Ant. 210 Thuc. 2, 87 und sonst, vgl. Piers. Moer. 367, seltener ist τιμηθήσομαι, Thuc. 6, 80 und Dem. 19, 223; Xen. Cyr. 8, 7, 15 ist das einzige Beispiel, wo τιμήσομαι akt. Bdtg hat, wenn da nicht zu ändern ist; – 1) werth achten, schätzen, ehren, ehrerbietig behandeln; Hom.; von der Ehrerbietung der Menschen gegen die Götter, Eltern, Vornehmen oder gegen Andere, gegen welche ein Pflichtverhältniß stattfindet: οἵ κέ ἑ δωτίνῃσι θεὸν ἃς τιμήσουσιν, Il. 9, 155; Od. 5, 36; oft auch med., οἳ δή μιν πέρι κῆρι θεὸν ἃς τιμήσαντο Od. 19, 280, τὸν ξεῖνον ἐτιμήσασθ' ἐνὶ οἴκῳ 20, 129; u. pass., τίη δὴ νῶϊ τετιμήμεσθα μάλιστα ἕδρῃ τε κρέασίν τε Il. 12, 310, warum sind wir durch einen Ehrenplatz u. s. w. geehrt, σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων 9, 38; – auch von dem Benehmen der Eltern gegen die Kinder, lieb u. werth halten, Od. 14, 203. 15, 365, Hes. Th. 532; und der Götter gegen die Menschen, welche sie ehren, oder denen sie Ehre bei andern Menschen verleihen: ἔτι καὶ νῦν ἀθάνατοι τιμῶσι παλαιοτέρους ἀνθρώπους, Il. 23, 788; Ζεύς μιν τίμα καὶ κύδαινε, 15, 612, vgl. 17, 99; Od. 3, 379; Hes. Th. 81 Sc. 104; – τιμῆς τετιμῆσθαι, einer Ehre werth gehalten werden, Il. 23, 649. – So auch Pind. und Tragg.: ἐξόχως τίμασεν, Ol. 9, 69; τετίμαται φίλος, I. 3, 77; ἐν μάχαις τιμώμενος, Ol. 2, 45; δαιμόνων τιμᾶν γένος, Aesch. Spt. 218; ἀλλ' ὃν πόλις στυγεῖ, σὺ τιμήσεις τάφῳ, 1037; öfter pass., χάρις τιμήσεται Διός, Ag. 567; ἢ τοὺς κακοὺς τιμῶντας εἰσορᾷς θεούς; Soph. Ant. 288; τὸν φίλον τιμῶσιν ἐξ ἴσου πατρί; 640; ὦ γῆς μέγιστα τιμώμενοι, O. R. 1223; ὅστις τιμᾷ μητέρα, Eur. Or. 1606; τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ; Phoen. 550, u. öfter; u. in Prosa überall: πᾶς τιμάτω τοὺς αὑτοῦ γεννήτορας, Plat. Legg. XI, 932 a; Ggstz ἀτιμάζω, Phaed. 64 d; τιμῶν καὶ σεβόμενος, Legg. V, 729 c; ὡς τιμήσων τε καὶ ὀργιάσων, Phaedr. 252 d. – Durch ein Ehrengeschenk auszeichnen oder belohnen. Dem. oft; vgl. Wolf Lpt. 233; δώροις καὶ τιμαῖς πρεπούσαις τιμηθείς, Plat. Legg. XII, 933 d; τιμᾶν καὶ κοσμεῖν, Xen. Cyr. 1, 3, 3. – Von Sachen, schätzen, werth halten; H. h. 24, 6; τίμα ὕμνου τεθμόν, Pind. Ol. 7, 88; u. in Prosa, μαθήματα τιμῶν, Plat. Rep. IX, 591 c. – 2) schätzen, abschätzen, den Werth bestimmen, taxiren; ἐτιμήσαντο τὰς οἰκίας, Pol. 2, 62, 7; Dem. ὅτι αὐτῆς εἴη ἐντῇ προικὶ τετιμημένα, in der Mitgift anstatt baares Geldes angeschlagen, 47, 57; c. gen., wie hoch, D. Sic. 12, 28; πλοῖα τετιμημένα χρημάτων, Thuc. 4, 26; auch im med., πολλοῦ τιμᾶσθαι, hoch schätzen, Her. 3, 154; πρὸ παντὸς ἂν ἐτιμήσασθε, Thuc. 3, 40, πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν, Plat. Conv. 174 d; οὐ πρό γε τῆς ἀληθείας τιμητέος ἀνήρ, Rep. X, 595 e. – Vom Census des Vermögens, τετιμῆσθαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν χρεών, Plat. Legg. XII, 955 d; ὑπὸ τὰς τετρακοσίας δραχμὰς τετιμημένοι, Pol. 6, 19, 2; μείζονος τιμᾶσθαι, höher schätzen, Xen. Cyr. 2, 1, 13. – Vom Richter gebraucht, der den Angeklagten einer Buße werth schätzt und diese bestimmt, eine Geldstrafe bestimmen, dazu verurtheilen; τιμάτω τὸ δικαστήριον, ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν ἢ ἀποτίνειν τὸν ἡττηθέντα, Plat. Legg. VIII, 843 b; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης, IX, 879 b; τινί τινος oder τινά τινος, εἰ μὴ τοσούτου βούλεσθέ μοι τιμῆσαι, Plat. Apol. 38 b, vgl. 37 c; Legg. IX, 880 c; pass. mit doppeltem gen, ἀργυρίου τιμηθῆναι τῆς ὕβρεως, an Geld gestraft werden wegen thätlicher Mißhandlungen, Dem. 21, 47; τιμηθῆναι θανάτου, 24, 103, vgl. 63, u. sonst; καταψηφίσασθαι καὶ τιμᾶν αὐτῷ τῶν ἐσχάτων, Dem. 21, 102; Sp., οὐκ ἀπέκτεινε μὲν αὐτοὺς καίπερ καὶ τούτου τινῶν αὐτοῖς τιμησάντων, D. Cass. 44, 10; τιμᾶν περί τινος, über Einen richterlich erkennen, Dem. 21, 47; τὴν μακρὰν τιμᾶν τινι, Einen durch den langen Strich auf der Stimmtafel verurtheilen, Ar. Vesp. 106. – Med. in Strafe antragen, τιμᾶσθαί τινι τὴν δίκην δεσμοῦ, ἀργυρίου, θανάτου, τῶν ἐσχάτων, bei der Klage auf Gefängnißstrafe, Geldstrafe, Todesstrafe gegen den Beklagten antragen, Plat. Apol. 36 b Gorg. 486 b Crit. 52 c; auch mit dem bloßen gen., τετιμημένος ἑαυτῷ θανάτου, Din. 1, 1; ἐτιμήσατο ὁ πάππ ος διακοσίων ταλάντων, Lys. 19, 48; τιμᾶσθαί τινα, gegen Einen einen Strafantrag stellen, Plat. Legg. XII, 954 b; auch vom Verklagten, τούτου τιμῶμαι, ἐν πρυτανείῳ σιτήσεως, Apol. 37 a; Dem. συνεχώρουν ὅσουπερ αὐτοὶ ἐτιμῶντο, 53, 18; ἐγὼ πάσχειν ὁτιοῦν τιμῶμαι, 8, 24.