τιμητέος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιμητέος Medium diacritics: τιμητέος Low diacritics: τιμητέος Capitals: ΤΙΜΗΤΕΟΣ
Transliteration A: timētéos Transliteration B: timēteos Transliteration C: timiteos Beta Code: timhte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be honoured, to be valued, etc., E.Or.484, Pl.R. 561c. etc.
II τιμητέον, one must honour, one must esteem, one must estimate, etc., ib.509a. Lg.722b, X.Mem.1.4.10, etc.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de τιμάω.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ τιμήσῃ ἢ ἐκτιμήσῃ τις, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 484, Πλάτ. Πολ. 561C, 159C, κλπ. ΙΙ. τιμητέον, πρέπει τις νὰ τιμήσῃ, ἐκτιμήσῃ, κτλ. αὐτόθι 509Α, Νόμ. 722Β, Ξεν., κλπ.

Greek Monotonic

τιμητέος: -α, -ον,
I.ρημ. επίθ. του τιμάω, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να τιμήσει ή να εκτιμήσει, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
II. τιμητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να τιμήσει, να εκτιμήσει, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

τιμητέος, η, ον, verb. adj. of τιμάω
I. to be honoured, valued, Eur., Plat., etc.
II. τιμητέον, one must honour, esteem, estimate, Xen., etc.