δάπανος
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
[δᾰ], ον, = δαπανηρός, ἐλπίς Th.5.103; ῥᾳθυμία cj. in Longin.44.11: c. gen., Plu.2.624d.
Spanish (DGE)
(δάπᾰνος) -ον
• Prosodia: [δᾰ-]
1 pródigo fig. ἐλπίς Th.5.103
•derrochador, malgastador κόλλοψ AP 12.42 (Diosc.).
2 c. gen. que consume δύναμις ... δ. ὑγρῶν Plu.2.624d
•que echa a perder δ. ... τῶν νῦν γεννωμένων φύσεων ἡ ῥᾳθυμία Longin.44.11.
German (Pape)
[Seite 522] ον, dasselbe, verschwenderisch, ἐλπίς Thuc. 5, 103; τινός Ath. II, 52 e Plut. Symp. 1, 6, 4; κόλλοψDiosc. 3 (XII, 42).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dépensier, prodigue;
2 qui consume, qui épuise, gén..
Étymologie: cf. δαπάνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάπανος -ον [δαπανάω] verkwistend:. ἐλπίς... δάπανος γὰρ φύσει hoop is immers verkwistend van aard Thuc. 5.103.1.
Russian (Dvoretsky)
δάπᾰνος:
1 расточительный (δ. φύσει, sc. ἐλπίς Thuc.);
2 поглощающий (δόναμις δ. ὑγρῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δάπανος: -ον, = δαπανηρός, ἐλπὶς Θουκ. 5. 103· μ. γεν., Ἀθήν. 52Ε.
Greek Monolingual
δάπανος, -ον (Α)
1. δαπανηρός, πολυδάπανος
2. αυτός που έχει την τάση να δαπανά, ο σπάταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάπανος που απαντά στον Θουκυδίδη ως επίθετο της λ. ελπίς και ξαναχρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο αποτελεί πιθ. μεταρρηματικό σχηματισμό του δαπανώ].
Greek Monotonic
δάπανος: -ον, = δαπανηρός, σε Θουκ.