μαθητέος
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
α, ον,
A to be learnt, Pl.Lg.822c.
II μαθητέον, one must learn, Hdt.7.16. γ', Ar.V.1262, Pl.Lg.818d; τέχνας παρά τινος X.Mem.2.1.28.
German (Pape)
adj. verb. zu μανθάνω, zu lernen und allgemein, zu erkennen, wahrzunehmen, Her. 7.16.3; πόσα καὶ πότε μαθητέον, Plat. Legg. VII.818d.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de μανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
μᾰθητέος: adj. verb. к μανθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητέος: -α, -ον, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ μανθάνω, ὃν πρέπει τις νὰ μάθῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἡρόδ. 7. 16. 3. II. μαθητέον, πρέπει τις νὰ μάθῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 1262, Πλάτ. Νόμ. 818D· τι παρά τινος Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 28.
Greek Monotonic
μᾰθητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μανθάνω·
I.αυτό που πρόκειται να μαθευτεί, να διδαχθεί, σε Ηρόδ.
II.μαθητέον, κάτι που πρέπει να μαθευτεί, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
μᾰθητέος, η, ον verb. adj. of μανθάνω
I. to be learnt, Hdt.
II. μαθητέον, one must learn, Ar., Xen.