χειρουργώ

From LSJ
Revision as of 14:23, 22 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

χειρουργῶ, χειρουργέω, ΝΜΑ χειρουργός
εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση
αρχ.
1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)
2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν», Θουκ.)
3. φτειάχνω με τα χέρια μου, κτίζω
4. ασκώ μια τέχνη
5. παίζω ένα μουσικό όργανο
6. παράγω με τεχνικά μέσα («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῦν τες», Διόδ.)
7. αυνανίζομαι
8. (το παθ.) χειρουργοῦμαι, χειρουργέομαι
(για τόπο) α) καλλιεργούμαι εντατικά
β) (για φαγητό) παρασκευάζομαι με μεγάλη μαγειρική επιδεξιότητα.

Translations

operate (as a surgeon)

Bulgarian: оперирам; Chinese Mandarin: 動手術, 动手术; Esperanto: operacii; Finnish: leikata, operoida; French: opérer; German: operieren; Greek: χειρουργώ, κάνω εγχείρηση; Ancient Greek: χειρουργέω; Hebrew: נִתֵּחַ; Hungarian: operál, műt; Italian: operare; Khmer: វះកាត់; Maori: tapahi, poka, hāparapara; Portuguese: operar; Russian: оперировать; Spanish: operar; Thai: ผ่าตัด; Ukrainian: оперувати