τυκάνη

From LSJ
Revision as of 19:23, 23 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ";]]" to "]];")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυκάνη Medium diacritics: τυκάνη Low diacritics: τυκάνη Capitals: ΤΥΚΑΝΗ
Transliteration A: tykánē Transliteration B: tykanē Transliteration C: tykani Beta Code: tuka/nh

English (LSJ)

ἡ, an instrument for threshing, Theognost.Can.24, Eust. 967.18; = tribula, trahea, Gloss.; written τυτάνη in Hsch., and τρυγάνη (q.v.): also Dim. τυκάνιον, PLond.5.1657.7 (iv/v A. D.), Glossaria (-νιν).

Greek (Liddell-Scott)

τυκάνη: ἡ, ὄργανον ᾧ ἀλοῶσιν, ἁλωνιστικὴ σανίς, κοινῶς «δουκάνη» ἢ «θρουνάκη», Λατ. tribula, Θεογνώστου Κανόν. 24, Εὐστ. 967. 18· παρ’ Ἡσύχ. φέρεται τυτάνη, «τυτάνη· ὄργανόν τι, ᾧ χρῶνται εἰς τὸν ἀλοητὸν τοῦ σίτου», ΙΙ. σκαλιστῆρι, ἐργαλεῖον κηπουρικόν, δι’ οὗ συντρίβουσι τὰς βώλους, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τυτάνη Α
1. είδος αλωνιστικού εργαλείου, η δοκάνη
2. είδος κηπουρικού εργαλείου για την διάλυση τών σβώλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύκος + επίθημα -άνη (πρβλ. σκαπάνη). Η λ. απαντά και με τις μορφές τυτάνη (πιθ. αναλογικά προς το τρυτάνη) και τρυγάνη].

German (Pape)

od. τυτάνη, ἡ, ein Werkzeug zum Dreschen, tribula, Eust. 967.18 und Hesych.