θεμιτεύω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
= θεμιστεύω, celebrate according to ritual, ὄργια θεμιτεύων = keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).
German (Pape)
[Seite 1194] s. θεμιστεύω.
Russian (Dvoretsky)
θεμῐτεύω: справлять по установленным обычаям (ὄργια Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).