τείνω
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
Il.16.365, etc.: fut.
A τενῶ Ar.Th.1205, (ἀπο-) Pl.Grg.458b, (ἐκ-) E.Med.585: aor. ἔτεινα Il.4.124, Ep. τεῖνα 3.261: pf. τέτᾰκα D.H. 19.12, etc., (ἀπο-) Pl.Grg.465e:—Med., fut. τενοῦμαι (παρα-) Th.3.46, (προ-) D.14.5: aor. ἐτεινάμην, Ep. τειν-, A.R.2.1043, 4.705, (προ-) Hdt. 9.34, (δι-) Antipho 5.46, Pl.Ti.78b:—Pass., fut. τᾰθήσομαι (παρα-) Id.Ly.204c: aor. ἐτάθην [ᾰ] S.Ant.124 (lyr.), etc., Ep. τάθην Il.23.375: pf. τέτᾰμαι Hes.Op.549, etc.: plpf. 3sg. and pl. τέτατο, τέταντο, Od.11.11, Il.4.544; 3dual τετάσθην ib.536:—stretch by force, pull tight, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε Il.4.124; ἐπ' Ἀλεξάνδρῳ τείνοντα πάλαι τόξον A.Ag.364 (anap.); ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας having tied the reins tight to the chariot-rail, Il.5.262; ναὸς πόδα τείνας keeping the sheet taut, S.Ant.716; κάλων τείνας οὔριον εὐφροσυνᾶν IG14.793; οἱ ἀπείρως κατ' εὐθὺ τείνοντες Sor.1.73; τῷ ψιμύθῳ . . παρειήν make it (look) full, AP11.374 (Maced.):—Med., τείνατο τόξα stretched his bow, A.R.2.1043, cf. Orph.A.589; of tendons, etc., Gal. 18(2).58, al.:—Pass., [ἱμὰς] ὑπ' ἀνθερεῶνος . . τέτατο [the strap] was made tight, Il.3.372; τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην 14.404; τέταθ' ἱστία were stretched taut, Od.11.11. 2 metaph., stretch or strain, ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος strain the issue of war even, Il.20.101:—Pass., τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμός τε 12.436, 15.413, cf. Hes.Th.638; τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη the fight was strained, was intense, Il.17.543; ἵπποισι τάθη δρόμος their pace was strained to the utmost, 23.375; τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος they set off at full speed from the starting-line, ib.758, Od.8.121: τ. αὐδάν strain the voice, raise it high, A.Pers.574 (lyr.):—Pass. also, exert oneself, be anxious, Pi.I.1.49; ἀμφ' ἀρεταῖς Id.P.11.54. 3 stretch out, spread, ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ Il.16.365; ἐπὶ νὺξ τέταται βροτοῖσι night is spread over them, Od.11.19; ἀὴρ τέταται μακάρων ἐπὶ ἔργοις Hes.Op. 549; of light, αἴγλαν ἃ τέταται S.Ph.831 (lyr.), cf. Pl.R.616b; of sound, ἀμφὶ νῶτ' ἐτάθη πάταγος S.Ant.124 (lyr.); δίκτυα τ. X.Cyn. 6.9; ψυχὴν διὰ παντός Pl.Ti.34b. b Gramm., lengthen a syllable, A.D.Pron.55.1:—Pass., ib.27.25, cf. 11.1 fin. 4 aim at, direct towards a point, prop. from the bow, ἐπὶ Τροίᾳ τ. τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph.198 (anap.): metaph., ἔς τινα τ. φόνον aim, design death to one, E.Hec.263 (but τ. φόνον prolong murder, Id.Supp.672); τ. λόγον εἴς τινα Pl.Phd.63a:—Pass., ἐς σὲ τ. γλῶσσα E.Rh.875; ἡ ἅμιλλα τέταται πρὸς τοῦτο Pl.Phdr.271a, cf. Lg.770d, R.581b. II stretch out in length, lay, ζυγὰ ἐπιπολῆς τ. Hdt.2.96:—Pass., lie out at length, lie stretched, ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς Il.13.655; ἐν κονίῃσι τετάσθην, τέταντο, 4.536,544; ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ hanging stretched in chains, Od.22.200; [φάσγανον] ὑπὸ λαπάρην τέτατο hung along or by his side, Il.22.307; διὰ . . αἰθέρος . . τέταται extends, Emp.135, cf. 100.2; τῶν ἐκ τῆς χώρας λεωφόρων εἰς τὴν πόλιν τεταμένων Pl.Lg.763c; φλὲψ . . διὰ τοῦ κοίλου τείνεται Arist.HA513b3: τεταμένος sts. becomes a mere Adj., long, αὐχένα . . τεταμένον τῇ φύσει, of birds, Id.PA692b20; in Gramm., of a long vowel, PBouriant8 i 1, 14. 2 stretch or hold out, present, τινὰ ἐπὶ σφαγάν E.Or.1494 (lyr.); ἀσπίδα, δόρυ, AP7.147 (Arch.), 720 (Chaerem.); τὴν χεῖρά τινι or ἐπί τι, A.R. 4.107, 1049:—Med., τείνεσθαι χέρε, γυῖα, δειρήν, one's hands, etc., Theoc.21.48, A.R.1.1009, 4.127, etc.; συὸς τέκος Id.4.705; ἑανούς ib.1155. 3 extend, lengthen, of Time, τὸν μακρὸν τ. βίον A. Pr.537 (lyr.), cf. E.Med.670; αἰῶνα Id.Ion 625; τόνδ' ἐτεινάτην λόγον A.Ch.510; μακροὺς τ. λόγους E.Hec.1177; τί μάτην τείνουσι βοήν; (where others interpr. it like τ. αὐδάν, v. supr. 1.2) Id.Med. 201 (anap.); πολλὰ μὲν τάλαινα πολλὰ δ' αὖ σοφὴ . . μακρὰν ἔτεινας A.Ag.1296, cf. S.Aj.1040. B intr., of geographical position, stretch out or extend, παρ' ἣν (sc. λίμνην) τὸ . . ὄρος τείνει Hdt.2.6; τὸ πρὸς Λιβύης . . ὄρος ἄλλο τείνει ib.8; τ. μέχρι . . Id.4.38; ἐς . . Id.7.113; ἐπὶ . . X.Ages.2.17; of a dress, ὑπὸ σφυροῖσι τ. E.Ba.936; of a mountain, ὑψόθι τ. A.R.2.354: of Time, ἡμερολεγδὸν τείνοντα χρόνον dragging out time, A.Pers.64 (anap.):—rarely so in Pass., ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον Hdt.2.8. II exert oneself, struggle, ἐναντία τισί Pl.R.492d; press on, hasten, οἱ δ' ἔτεινον ἐς πύλας E.Supp.720; δηλοῖ τοὖργον, οἷ τ. χρεών Id.Or.1129; τὸ μὴ τείνειν ἄγαν S.Ant.711; τ. ὥς τινα Ar.Th.1205; ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ ὄρος X.An.4.3.21; εὐθὺ Βαβυλῶνος Luc.Nec.6; τὴν ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ Id.Icar.22. III extend to, reach, ἐπὶ τὴν ψυχήν Pl.Tht.186c; ἐπὶ πᾶν Id.Smp.186b; of the veins stretching from one point to another, Arist.HA492a20, 513a2, al., cf. Pl.Ti. 65c, Diog.Apoll.6. 2 tend, refer, belong to, τείνει ἐς σέ it refers to, concerns you, Hdt.6.109, cf. 7.135, E.Ph.435, Hipp.797, etc.; ποῖ τείνει καὶ εἰς τί; to what does it tend? Pl.Cri.47c, cf. Tht.163a, D.10.54; μηδαμόσε ἄλλοσε Pl.R.499a; πρός τι Id.Smp.188d, Prt. 345b; ἐς ταὐτόν Id.Cra.439c. 3 τείνειν πρός τινα or τι, come near to, to be like, Id.Tht.169b, Cra.402c; ἐγγύς τι τείνειν τοῦ τεθνάναι Id.Phd.65a, cf. R.548d. (Cf. τανύω, Skt. tanóti 'stretch', Lat. tendo, etc.)
German (Pape)
[Seite 1080] fut. τενῶ, aor. ἔτεινα, perf τέτακα, τέταμαι, aor. p. ἐτάθην, spannen, an-, ausspannen, ausdehnen, ausrecken; τόξον, den Bogen spannen, Il. 4, 124 u. öfter, wie Aesch. Ag. 355 (vgl. τανύω); βέλη, Soph. Phil. 198; ἡνία ἐξ ἄντυγος τείνειν, die Zügel fest anbinden, Il. 3, 261. 5, 262. 19, 394; ἱμὰς τέτατο, der Riemen war straff angespannt, 3, 372; τελαμῶνε τετάσθην, 14, 404; ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ, Od. 22, 200; ἱστία τέτατο, die Segel waren gespannt, 11, 11; so Soph. ναὸς ὅστις ἐγκρατὴς πόδα τείνας ὑπείκει μηδέν, Ant. 712; u. übertr., τὸ μὴ τείνειν ἄγαν, 707; auch ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ, Il. 16, 365, wenn er ein Unwetter ausspannt, ausbreitet; νὺξ τέταται βροτοῖσιν, Nacht ist ausgebreitet über den Menschen, Od. 11, 19; ἀὴρ τέταται, die Luft ist ausgebreitet, Hes. O. 551. Vgl. noch φάρμακον τείνων ἀμ φὶ γένυι, vom angelegten Zügel, Pind. Ol. 13, 85. – Auch der Länge nach hinstrecken, ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς, Il. 13, 655; πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς, 21, 119; ἐν κονίῃσι τετάσθην, τέταντο, 4, 536. 544; vgl. ἐν στεῤῥοῖς λέκτροισι ταθεῖσα, Eur. Troad. 114; φάσγανον ὑπὸ λαπάρην τέτατο, das Schwert hing lang herab, Il. 22, 307. – In die Länge ziehen und anspannen, übertr., εἰ δὲ θεός περ ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος, Il. 20, 101, das Ziel des Krieges gleich anspannen oder etwa gleiche Bahnen zum Ziele des Sieges zumessen, d. i. beiden Parteien gleich günstig sein; u. pass., τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμ ός τε, 12, 456. 15, 413, Kampf u. Schlacht war ihnen gleich gespannt, d. i. es wurde von ihnen mit gleichem Glücke gekämpft; vgl. Hes. Th. 638; ähnlich ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη, Il. 17, 634, es spannte sich das Gefecht an, man kämpfte mit Anstrengung, Anspannung aller Kräfte, wie τείνειν αὐδήν, die Stimme anspannen, anstrengen, Aesch. Pers. 566; λόγον, die Rede ausdehnen, eine lange Rede halten, Ch. 503; vgl. ἀμφὶ νῶτ' ἐτάθη πάεαγος, mehr in räumlicher Beziehung zu nehmen, Soph. Ant. 124; μἡ τεῖνε μακράν, sc. λόγον, Ai. 1019; τί μάτην τείνουσι βοάν, Eur. Med. 201; vom Lichte, verbreiten, διὰ παντὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς τεταμένον φῶς, Plat. Rep. X, 616 b; ἵπποισι τάθη δρόμος, der Lauf ward von den Pferden angespannt, d. i. sie strengten sich an im Lauf, Il. 23, 375, während man ib. 758 Od. 8, 121 einfacher nehmen kann: der Lauf erstreckte sich seiner Richtung nach. – Auch von der Zeit, αἰῶνα, das Leben hinziehen, ein langes Leben führen, Eur. Ion 625; βίον, Med. 670; Aesch. Ag. 1335; vgl. ἡδύ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, Prom. 535; ὡς μὴ μακροὺς τείνω λόγους, Eur. Hec. 1177; vgl. συχνοὺς τείνω τῶν λόγων, Plat. Gorg. 519 e. Bei Ath. III, 106 c u. sonst vom Dehnen, Langsprechen einer Sylbe. – Auf ein Ziel hinrichten, hinlenken, βέλη ἔπὶ Τροίᾳ, Soph. Phil. 198; φόνον εἴς τινα, Mordanschläge auf Einen richren, Eur. Hec. 263; τὸν νοῦν ἐπί τινι, Sp. – Häufig intrans., zunächst – a) vom Orte, sich erstrecken, ausdehnen, sich hinziehen; besonders εἴς τι, sich wohin, bis zu einem Ziele erstrecken, Her. 4, 38. 7, 113, der so auch pass. sagt τὸ ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον, das Gebirge, das sich auf dieselbe Weise hinerstreckt, 2, 8; τείνοντα χρόνον τρομέονται, die sich in die Länge ziehende Zeit, Aesch. Pers. 65. – b) von Personen, auf Etwas zugehen, auf ein Ziel losstreben, τείνειν ὥς τινα, zu Einem hineilen, Ar. Thesm. 1205; τείνειν εἰς πύλας, Eur. Suppl. 720; ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ ὄρος, Xen. An. 4, 3, 21. – c) auf Etwas gerichtet sein, sich worauf beziehen, worauf zielen, τείνει εἰς σέ, es geht auf dich, Her. 6, 109; τὰ πρὸς τὴν ἀρετὴν τείνοντα, das auf die Tugend Bezug Habende, Plat. Polit. 308 e; εἰς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν, Eur. Phoen. 438; ὥςτε καὶ τοῦτο τοῦ ᾄσματος πρὸς τοῦτο τείνει, ὅτι, Plat. Prot. 345 c, vgl. Conv. 188 d; εἰς σὲ τείνουσιν αὗται αἱ ᾠδαί, Lys. 205 e; ἡ πρὸς τὴν ὄνησιν τείνουσα πρᾶξις, Crat. 419 h; daher auch von Linien, ἀπὸ τῆς ἐκ γωνίας εἰς γωνίαν τεινούσης, Men. 85 b; τὰ μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα ἢ πρὸς δόξαν καὶ ἔριν, Rep. VI, 499 a; πρὸς σὲ μᾶλλον τείνει τὰ τοῦ ἡγεμόνος ἔργα ἢ πρὸς ἐμέ, Xen. Oec. 7, 39. Aber auch τείνειν πρός τινα od. πρός τι = an Etwas hinanreichen, ähnlich sein, Plat. Crat. 402 c; ἐγγύς τι τείνειν τοῦ θανάτου, Phaed. 65 a, vgl. Theaet. 169 a. – d) sich anspannen, anstrengen, Sp., wie auch das pass. gebraucht wird, ἀμφ' ἀρεταῖς τέταμαι, Pind. P. 11, 54; λιμὸν ἀμύνων τέταται, I. 1, 49.