καλέω

From LSJ
Revision as of 19:37, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλέω Medium diacritics: καλέω Low diacritics: καλέω Capitals: ΚΑΛΕΩ
Transliteration A: kaléō Transliteration B: kaleō Transliteration C: kaleo Beta Code: kale/w

English (LSJ)

Aeol. κάλημι (q.v.), Ep. inf.

   A καλήμεναι Il.10.125: Ion. impf. καλέεσκον 6.402; 3sg.κάλεσκε A.R.4.1514: fut., Ion. καλέω Il.3.383, Att. καλῶ Pl.Smp.175a, X.Smp.1.15, etc.; later καλέσω LXX Ge.16.11, al., Ph.1.69, (παρα-) D.8.14 codd., SIG656.40 (Teos, ii B.C.), (ἐγ-) v.l. in D.19.133, cf. 23.123 codd. (καλέσω in S.Ph.1452 (anap.), Ar.Pl. 964, etc., is aor. 1 subj.): aor. 1 ἐκάλεσα, Ep. ἐκάλεσσα, κάλεσσα, Od. 17.379, Il.16.693 (late Ep. ἔκλησα Nic.Fr.86, late Prose ἐκάλησα Ps.Callisth. 3.35): pf. κέκληκα Ar.Pl.260, etc.:—Med., Att. fut. καλοῦμαι Id.Nu.1221, Ec.864; in pass. sense, S.El.971, E.Or.1140, etc.; later καλέσομαι (ἐκ-, ἐπι-) dub.l. in Aeschin.1.174, Lycurg.17: aor.1 ἐκαλεσάμην Hdt.7.189, Pl.Lg.937a; Ep. καλεσσάμην Il.1.54, 3pl. καλέσαντο ib.270:—Pass., fut. κεκλήσομαι Il.3.138, A.Th.698 (lyr.), Pr. 840, etc.; κληθήσομαι Pl.Lg.681d, LXXGe.48.6, v.l. in E.Tr.13: aor. ἐκλήθην Archil.78, S.OT1359, Ar.Th.862, etc.: pf.κέκλημαι, Ep.3pl. κεκλήαται A.R.1.1128, Ion. κεκλέαται Hdt.2.164; Ep. 3pl. plpf. κεκλήατο Il.10.195; opt. κεκλῄμην, κεκλῇο S.Ph.119, κεκλῄμεθα Ar.Lys. 253: late pf. κεκάλεσμαι Suid.s.v. κλητή.    I call, summon, εἰς ἀγορὴν καλέσαντα Od.1.90; ἐς Ὄλυμπον Il.1.402; ἀγορήνδε, θάλαμόνδε, θάνατόνδε, Il.20.4, Od.2.348, Il.16.693: c. acc. only, κεκλήατο (for -ηντο) βουλήν they had been summoned to the council, 10.195: folld. by inf., αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι ib.197; καιρὸς καλεῖ . . S.Ph. 466; κἄμ' ὑπηρετεῖν καλεῖς Id.El.996; κ. τινὰ εἰς ἕ, ἐπὶ οἷ, Il.23.203, Od.17.330, etc.; εἰς μαρτυρίαν κληθείς Pl.Lg.937a; ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη Id.Phd.115a; demand, require, ἡ ἡμέρα 'κείνη εὔνουν καὶ πλούσιον ἄνδρα ἐκάλει D.18.172: aor. Med., καλέσασθαί τινα call to oneself, freq. in Ep., Il.1.270, Od.8.43, etc.; φωνῇ Il.3.161; ἀγορήνδε λαόν 1.54; call a witness, Pl.Lg.l.c.    2 call to one's house or to a repast, invite (not in Il.), Od.10.231, 17.382, al., 1 Ep.Cor.10.27; later usu. with a word added, κ. ἐπὶ δεῖπνον Hdt.9.16 (Pass.), X.Cyr.2.1.30, etc.; ἐς ἔρανον Pi.O.1.37; ἐς θοίνην E.Ion1140; ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Pl.Smp.174d, etc.; κληθέντες πρός τινα invited to his house, D.19.196; ὁ κεκλημένος the guest, Damox.2.26.    3 invoke, Δία Hdt.1.44, cf. Pi.O.6.58, A.Th.223; at sacrifices, Sch.Ar.Ra.482; μάρτυρας κ. θεούς S.Tr.1248, cf. D.18.141:—Med., τοὺς θεοὺς καλούμεθα A.Ch. 201, cf. 216; also μαρτύριά τε καὶ τεκμήρια καλεῖσθε Id.Eu.486; but ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι which I call down on thee, S.OC1385:—Pass., of the god, to be invoked, A.Eu.417.    4 as law-term, summon, of the judge, καλεῖν τινας εἰς τὸ δικαστήριον cite or summon before the court, D.19.211, etc.; simply καλεῖν ib.212, Ar.V.851, etc.; ἐὰν μὲν καλέσῃ D.21.56; also ὁ ἄρχων τὴν δίκην καλεῖ calls on the case, Ar. V.1441:—Pass., ἡ πατροκτόνος δίκη κεκλῇτ' ἂν αὐτῷ S.Fr.696; πρὶν τὴν ἐμὴν [δίκην] καλεῖσθαι before it is called on, Ar.Nu.780; καλουμένης τῆς γραφῆς D.58.43; but,    b of the plaintiff in Med., καλεῖσθαί τινα to sue at law, bring before the court, Ar.Nu.1221, al., D.23.63; κ. τινὰ ὕβρεως Ar.Av.1046; κ. τινὰ πρὸς τὴν ἀρχήν Pl. Lg.914c; ὁ καλεσάμενος the plaintiff, PHal.1.224 (iii B.C.).    5 with an abstract subject, demand, require, καλεῖ ἡ τάξις c. inf., CPHerm.25ii7 (iii A.D.).    6 metaph. in Pass., καλουμένης τῆς δυνάμεως πρὸς τὴν συναναληψίαν called forth, summoned, Sor.1.29.    II call by name, name, ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοί Il.1.403, cf. Od.5.273, etc.; κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306; ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας S.OC486, cf. A.Pr.86, etc.; ὄνομα καλεῖν τινα call him by a name, εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od.8.550, cf. E.Ion259, Pl.Cra.383b, etc. (in Pass., οὔνομα καλέεσθαι Hdt.1.173, cf. Pi.O.6.56): without ὄνομα, τί νιν καλοῦσα τύχοιμ' ἄν; A.Ag.1232; τοῦτο αὐτὴν κάλεον Call. Fr.66b; τούτοις τὸ ὄνομα ἱμάτια ἐκαλέσαμεν Pl.Plt.279e (Pass., τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται shall be given to thy tomb, E.Hec.1271); κ. ὄνομα ἐπί τινι give a name to something, Pl.Prm.147d; but call (a man) a name because of some function, Id.Sph.218c; κ. τινὰ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός Ev.Luc.1.59; ἐπ' ὀνόματος καλεῖν τινα Plb.35.4.11:—Pass., to be named or called, Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Il.2.684; εἰ τόδ' αὐτῷ φίλον κεκλημένῳ A.Ag.161 (lyr.); ὁ καλούμενος the socalled, ἐν τῇ Θεράπνῃ καλεομένῃ Hdt.6.61; ὁ κ. θάνατος Pl.Phd.86d; οἱ τῶν ὁμοτίμων κ. X.Cyr.2.1.9; κεκλημένος τινός called from or after him, Pi.P.3.67; καλεῖσθαι ἐπί τινι LXXGe.48.6; κέκληνται δέ σφιν ἕδραι Pi.O.7.76.    2 Pass., to be called, almost = εἰμί, esp. with words expressing kinship or status, ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι Od.7.313, cf. A.Pers.2 (anap.); ἀφνειοὶ καλέονται Od.15.433; esp. in pf. Pass. κέκλημαι, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι because I am thy wife, Il.4.61; φίλη κεκλήσῃ ἄκοιτις 3.138; αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη Od.6.244; ἠγάγετ' ἐς μέγα δῶμα φίλην κεκλῆσθαι ἄκοιτιν Hes.Th.410; σὴ κεκλημένη . . ἦα h.Ap.324; μηδ' ἔτι Τηλεμάχοιο πατὴρ κεκλημένος εἴην Il.2.260; οὔτινος δοῦλοι κέκληνται A.Pers.242, cf. S.El.366, etc.    3 special constructions, a. Ἀλησίου ἔνθα κολώνη κέκληται where is the hill called the hill of Alesios, Il.11.758; ἵνα κριοῦ καλέονται εὐναί A.R.4.115; ἔνθα ἡ Τριπυργία καλεῖται X.HG5.1.10, etc.: -so in Act., ἔνθα Ῥέας πόρον ἄνθρωποι καλέοισιν where is the ford men call the ford of Rhea, Pi. N.9.41, cf. κικλήσκω, κλῄζω, κλέω.    b folld by a dependent clause, ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν said that his name should be the same, Id.O.9.63; καλεῖ με πλαστὸς ὡς εἴην πατρί, i.e. καλεῖ με πλαστόν S. OT780; καλοῦμέν γε παραδιδόντα μὲν διδάσκειν we say that one who delivers teaches, Pl.Tht.198b, cf. Smp.205d; τὰς ἀμπέλους τραγᾶν καλοῦσιν Arist.HA546a3.

German (Pape)

[Seite 1307] fut. καλέσω, ep. καλέσσω u. att. καλῶ, z. B. οὐκοῦν καλεῖς αὐτὸν καὶ μὴ ἀφήσεις Plat. Conv. 175 a; so med., καλεῖ καὶ τεύξει Soph. El. 959 in pass. Bdtg., wie καλεῖ – πεσεῖ Eur. Or. 1140; aber auch καλέσω, Aesch. 1, 67, Luc. u. a. Sp.; aor. ἐκάλεσα, ep. ἐκάλεσσα, auch Pind. Ol. 6, 58; ἔκλησα Nic. fr. 22; ἐπικλῆσαι Musae. 10; perf. κέκληκα, κέκλημαι, κεκλήαται, Ap. Rh. 1, 1128, ion. κεκλέαται, Her. 2, 164, opt. κεκλῇο, Soph. Phil. 119; aor. p. ἐκλήθην, fut. pass. κληθήσομαι, u. das der Bdtg nach dem perf. entsprechende κεκλήσομαι (s. unten); – rufen, – a) mit Namen rufen, nennen; ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοὶ, ἄνδρες δέ τε Αἰγαίωνα Il. 1, 403; ἄρκτον θ' ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν 18, 487; εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, womit dich nannten, Od. 8, 550; pass., Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Il. 2, 684; καλεῖσθαί μιν τοῦτ' ὄνυμ' ἀθάνατον Pind. Ol. 6, 56; ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν 9, 68; ψευδωνύμως σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν Aesch. Prom. 86; ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας Soph. O. C. 487; ὄνομα τί σε καλεῖν ἡμᾶς χρεών Eur. Ion 258; τί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμι ἄν Aesch. Ag. 1205, wie soll ich sie recht nennen? in Prosa; ἐκαλέοντο τό πέρ τε ἠνείκαντο οὔνομα καὶ νῦν ἔτι καλέονται ὑπὸ τῶν περιοίκων Her. 1, 173; ὅπερ καλοῦμεν ὄνομα ἕκαστον, τοῦτ' ἔστιν ἑκάστῳ ὄνομα Plat. Crat. 483 b; τουτοισὶ σκέπασμασι τὸ ὄνομα ἱμάτια ἐκαλέσαμεν, wir gaben ihnen den Namen, Polit. 279 e, wie τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται κυνὸς σῆμα Eur. Hec. 1245; ἕκαστον τῶν ὀνομάτων οὐκ ἐπί τινι καλεῖς; Plat. Parm. 147 d; τὸ ἔργον, ἐφ' ᾧ καλοῦμεν τὸ ὄνομα Soph. 218 c, bei dem wir den Namen gebrauchen, das wir nennen; θερμόν τι καλεῖς καὶ ψυχρόν, du nennst Etwas warm, Phaedr. 103 c; ἐν τῷ καλουμένῳ θανάτῳ, im sogenannten Tode, Phaed. 86 d, oft bei Folgdn; bei 80. auch ἐπ' ὀνόματός τινα, Pol. 35, 4, 11; κέκλημαι, ich heiße, δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται Plat. Phaedr. 258 e, u. A. oft, wozu das fut. κεκλήσομαι gehört, ich werde heißen, Aesch. Pers. 736 Prom. 842; bei Dichtern auch oft so viel wie sein, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι Il. 4, 60, da ich deine Gattinn heiße, bin, vgl. 3, 138; ἠγάγετ' ἐς μέγα δῶμα φίλην κεκλῆσθαι ἄκοιτιν Hes. Th. 410; οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτός Aesch. Pers. 238; ἔνθ' Ἑλλάνων ἀγοραὶ Πυλατίδες καλέονται Soph. Tr. 636, vgl. El. 233; οὐκ ἀνώνυμος θεὰ κέκλημαι Eur. Hipp. 1; ähnl. οἱ τῶν ὁμοτίμων καλούμενοι, die unter sie gerechnet werden, zu ihnen gehören, Xen. Cyr. 2, 1, 9. Vgl. noch σὴ κεκλημένη ἦν, sie wäre deine Tochter gewesen, H. h. Ap. 324; Λατοΐδα κεκλημένον, den Sohn des Apollo, Pind. P. 3, 67; Soph. El. 357 νῦν δ' ἐξὸν πατρὸς πάντων ἀρίστου παῖδα κεκλῆσθαι, καλοῦ τῆς μητρός. – b) anrufen, die Götter, Ποσειδᾶνα Pind. Ol. 6, 58; θεούς Aesch. Spt. 205. 622 u. oft; Ζῆνα ὅρκιον καλῶ Soph. Phil. 1308, τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς Tr. 1238; Ar. Ran. 479; καλῶ δ' ἐναντίον ὑμῶν τοὺς θεοὺς ἅπαντας Dem. 18, 141, öfter; Plat. Tim. 27 c u. Sp.; als Zeugen, Strab. VII, 303. – c) herbeirufen, zusammenrufen; θεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι Il. 20, 24; εἰς ἀγορὴν Ἀχαιούς Od. 1, 90 vgl. Il. 1, 402. 23, 203; κεκλήατο βουλήν, sie waren zum Rathe berufen, 10, 195; εὐμενεῖς γὰρ ὄντας ἡμᾶς τῶνδε συμβούλους καλεῖς, du berufst uns zu Rathgebern, Aesch. Pers. 171; ὅταν καλῶμεν, ὁρμᾶσθαι ταχεῖς Soph. Phil. 1069; σὲ προσμολεῖν καλῶ Ant. 72; ἔξω 74; τί με καλεῖς; Ar. Nubb. 223; παῖ, κάλει Χαρμίδην Plat. Charm. 155 b; auffordern, καιρὸς γὰρ καλεῖ πλοῦν σκοπεῖν Soph. Phil. 464; καλούσης τῆς πατρίδος πρὸς τὰ κοινά Plat. Ep. IX, 358 a; εἰς μαρτυρίαν Legg. XI, 937 a; ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη, mich ruft das Schicksal, Phaed. 115 a; ού παρεγένοντο βασιλεῖ καλοῦντι, als er sie rief zum Kriege, zum Heere zu kommen, Xen. An. 5, 6, 8; – bes. zum Gastmahl, in sein Haus rufen, einladen, Od. 10, 231. 17, 382 u. öfter; εἰς θοίνην Eur. Ion 1140; ἐπὶ δεῖπνον Xen. An. 7, 3, 18 Mem. 2, 3, 11; Plat. Conv. 213 a; ὑπὸ σοῦ κεκλημένος 174 d; κληθέντες πρὸς Ξενόφρονα, zum X. eingeladen, Dem. 19, 196; ὁ κεκλημένος, der geladene Gast, Damox. Ath. III, 102 d; – in der Gerichtssprache, vor Gericht rufen, vorladen; vom Richter, ὁ ἄρχων ἐκάλει εἰς τὸ δικαστήριον τοὺς ἀμφισβητοῦντας κατὰ τὸν νόμον Dem. 48, 25; ähnl. ἕως ἂν τὴν δίκην ἄρχων καλῇ Ar. Vesp. 1441, wie ἡ ἐμὴ δίκη καλεῖται Nub. 780; καλουμένης τῆς γραφῆς, als die Klage vorkam, Dem. 48, 43; vom Kläger, vor Gericht ziehen, belangen, Dem. 19, 211; häufig im med., καλοῦμαι Στρεψιάδην ἐς τὴν ἔνην τε καὶ νέαν Ar. Nubb. 1221; τὸν ἔχοντα καλείσθω πρὸς τὴν ἀρχήν Plat. Legg. XI, 914 c. – Soph. τὰς ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι, die ich dir anwünsche, O. C. 1387; med. = zu sich herbeirufen Phil. 228.