ὅμως
English (LSJ)
Conj. (from ὁμῶς, with changed accent),
A all the same, nevertheless, used to limit whole clauses, once in Hom. (unless it is read in Od.11.565), Σαρπήδοντι δ' ἄχος γένετο... ὅ. δ' οὐ λήθετο χάρμης Il.12.393 ; ὅ. πιθοῦ μοι S.OT1064, cf. Ant.519 ; κοὐκ ἐπίδηλος ὅ. and yet not so as to be observed, Thgn.442 ; νῦν δὲ ὅ. θαρρῶ Pl. Smp.193e, etc. : freq. strengthd. by other words, ἀλλ' ὅ. but still, but for all that, Pi.P.1.85, Ar.V.1085, etc. ; ὅ. μήν (Dor. μάν) Pi.P. 2.82, Pl.Plt.297d ; ὅ. μέντοι Id.Cri.54d ; ὅ. γε μήν Ar.Nu.631, 822 ; ὅ. γε μέντοι Id.V.1344, Ra.61 : used elliptically, πάντως μὲν οἴσεις οὐδὲν ὑγιές, ἀλλ' ὅ. (sc. οἰστέον) Id.Ach.956, cf. E.Hec.843, Ba.1027 (prob.). II freq. in apodosi after καὶ εἰ (κεἰ) or καὶ ἐάν (κἄν), κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ' ὅ. S.Ant.234, cf. A.Ch.933 ; but ὅ., though it belongs in sense to the apodosis, is freq. closely attached to the protasis, μέμνησ' Ὀρέστου, κεἰ θυραῖός ἐσθ' ὅ., i.e. κεἰ θ. ἐστι, ὅμως μέμνησο, ib.115 ; λέξον... κεἰ στένεις ὅ., i.e. κεἰ στένεις, ὅ. λέξον, Id.Pers.295 ; κἂν ἄποπτος ᾖς ὅ., φώνημ' ἀκούω S.Aj.15 : sts. it even stands in the protasis, ἐρημία με, κεἰ δίκαι' ὅ. λέγω, σμικρὸν τίθησι Id.OC957 ; ἐγὼ μὲν εἴην, κεἰ πέφυχ' ὅ. λάτρις, ἐν τοῖσι γενναίοισιν ἠριθμημένος E.Hel.728. 2 the protasis is freq. replaced by a part., ὕστεροι ἀπικόμενοι ἱμείροντο ὅ. Hdt.6.120 ; κλῦθί μου νοσῶν ὅ. (i. e. εἰ νοσεῖς ὅ. κλῦθι) S.Tr.1115 : strengthd., πιθοῦ, καίπερ οὐ στέργων ὅ. A. Th.712 ; ἱκνοῦμαι, καὶ γυνή περ οὖσ' ὅ. E.Or.680 ; τάδ' ἔρδω, καὶ τύραννος ὢν ὅ. S.OC851 ; ἐρήσομαι δέ, καὶ κακῶς πάσχουσ' ὅ. E.Med.280 : sts. it precedes, τόλμα... ὅ. ἄτλητα πεπονθώς, for καίπερ πεπονθώς, ὅ. τόλμα, Thgn.1029 : in Prose, οἱ δὲ . . ὅ. ταῦτα πυνθανόμενοι ἀρρώδεον Hdt.8.74 ; οἱ τετρακόσιοι . . ὅ. καὶ τεθορυβημένοι ξυνελέγοντο Th.8.93, cf. Hdt.5.63, X.Cyr.8.2.21 : exceptionally, ἡ ἰσομοιρία τῶν κακῶν, ἔχουσά τινα ὅμως . . κούφισιν, οὐδ' ὧς ῥᾳδία ἐδοξάζετο Th.7.75. 3 where the protasis does not contain a verb, ἀπάλαμόν περ ὅ. (v.l. ὁμῶς) ἐπὶ ἔργον ἐγείρει Hes.Op.20 ; βαρέα δ' οὖν ὅ. φράσον A.Th.810 ; κόλακι, δεινῷ θηρίῳ, ὅ. ἐπέμειξεν ἡ φύσις ἡδονήν Pl.Phdr.240b. III used to break off a speech, however . ., A.Eu.74 ; to refer to something previously said or to the general situation, after all, in spite of all, Th.1.105, 3.28,80,7.1.
German (Pape)
[Seite 344] eigtl., wie unser gleichwohl, ein Wort mit dem Vorigen, dennoch, dessenungeachtet; ὅμως δ' οὐ λήθετο χάρμης, Il. 12, 393, dennoch nicht; ἀλλ' ὅμως, κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά, Pind. P. 1, 85, öfter; ὅμως δὲ φεῦγε, Aesch. Eum. 74, öfter; ὅμως δὲ τλῆθι, Soph. Phil. 473; πόλιν εἰ καὶ μὴ βλέπεις, φρονεῖς δ' ὅμως, οἵᾳ νόσῳ ξύνεστιν, O. R. 302; ὅμως καὶ ξεινίους σφι ἐόντας, Her. 5, 63; πάνυ μὲν οὐκ ἤθελεν ὅμως δὲ ἠναγκάσθη ὁμολογῆσαι, Plat. Prot. 338 e, öfter. – Bes. ist das Nachsetzen des Wortes zu merken, λέξον καταστάς, κεἰ στένεις κακοῖς ὅμως, Aesch. Pers. 287, μέμνησ' Ὀρέστου, κεἰ θυραῖος ἔσθ' ὅμως, Ch. 113, vgl. Spt. 694 Pers. 826; ὡς εὐμαθές σου κἂν ἄποπτος ᾖς ὅμως, φώνημ' ἀκούω, Soph. Ai. 15, vgl. O. C. 961; bes. bei Participien, κλῦθί μου νοσῶν ὅμως, Tr. 1105, d. i. καίπερ νοσῶν, ὅμως κλῦθι; vgl. ὑφ' ὧν ἐγὼ ταχθεὶς τάδ' ἔρδω καὶ τύραννος ὢν ὅμως, O. C. 755; Xen. An. 1, 8, 23. 3, 1, 10; οἱ μὲν πρῶτοι ὅμως τρόπῳ τινὶ ἐστρατοπεδεύσαντο, 2, 2, 17, wozu man aus dem Vorigen ergänzen muß, »obwohl Alles geplündert war«; zu welcher Stelle Krüger Her. 1, 83 Thuc. 5, 61. 6, 70 Plut. Pericl. 34 vergleicht; γιγνώσκοντες, ὅτι πονηρά ἐστιν, ὅμως αὐτὰ πράττειν, Plat. Prot. 353 c; auch dem Participium voranstehend, Rep. VI, 445 d. – Verstärkt ὅμως γε μήν, ὅμως γε μέντοι, Ar. Nub. 621 Ran. 61 u. öfter, wie Plat. Polit. 297 d Crit. 54 d.