κοινός
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν S.Tr.207 (lyr.):—
A common (opp.ἴδιος), not in Hom. (v. ξυνός) ; ἐκ κοινοῦ shared in common, Hes.Op.723; ἔσται γὰρ βίος ἐκ κ. Ar.Ec.610; of a common altar, Simon.140; τὸ τέμενος εἶναι κ. SIG1044.29 (Halic., iv/iii B.C.); κ. ἔρχεται κῦμ' Ἀΐδα Pi.N.7.30; τρεῖς . . κ. ὄμμ' ἐκτημέναι, of the Gorgons, A.Pr.795; κ. ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς, of Prometheus, ib.613; τὰς γυναῖκας εἶναι κοινάς Pl. R.457d: prov., κοινὸν τύχη A.Fr.389, cf. Men.Mon.356; κοινὰ τὰ τῶν φίλων E.Or.735 (troch.), Pl.Phdr.279c, Men.9, etc.; κ. Ἑρμῆς 'share the luck', Id.Epit.67, 100; κ. ἀρωγά common aid (i.e. for all), S.Ph.1145 (lyr.); ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά and let the shouts of males rise jointly, Id.Tr.207 (lyr.); κ. πόλεμον πολεμεῖν X.Hier.2.8; τὸν ἀέρα τὸν κ. Men.531.8; κ. τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί Id.538.8; κ. ἀγαθὸν τοῦτ' ἐστί, χρηστὸς εὐτυχῶν Id.791: c. dat., κ. τινί common to or with another, ὑμῖν φῶς . . καὶ τοῖσδ' ἅπασι κ. A.Ag.523; ὁ δαίμων κ. ἦν ἀμφοῖν ἅμα Id.Th.812; θάλατταν κ. ἐᾶν τοῖς ἡττημένοις And.3.19; οἰκία . . κοινοτάτη ἀεὶ τῷ δεομένῳ Id.1.147; [πολιτεία] τίς κοινοτάτη; Arist.Pol.1289b14, cf. 1265b29; κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα X.HG7.1.32; τὸν ἥλιον τὸν κ. ἡμῖν Men.611: c. gen., πάντων αἰθὴρ κ. φάος εἱλίσσων A.Pr.1092 (anap.), cf. Pers.132 (lyr.), Eu. 109, Pi.N.1.32; κ. τῶν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀθηναίων shared in by both... Pl.Mx.241c, etc.: with Preps., τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., v. infr. v; κ. κατ' ἀμφοτέρων A.D.Synt.144.19; οὐ γίγνεταί μοί τι κ. πρός τινα AP11.141 (Lucill.), cf. Iamb.Myst.5.7; μέρος κ. πρός τινα shared with... CPR22.11 (ii A.D.), etc.; κ. μεταξύ τινων Stud.Pal.1.7 ii 11 (v A.D.). II in social and political relations, public, general, τὸ κ. ἀγαθόν the common weal, Th.5.90; κ. λόγῳ Id.5.37, Hdt.1.141; κ. στόλῳ ib.170; ἀδικήματα D.21.45; ὁ τῆς πόλεως κ. δήμιος Pl.Lg. 872b; κοινότατον of public or general interest, ib.724b, cf. Arist.Rh. 1354b29; of constitutions, popular, free, κοινοτέραν εἶναι τὴν ἐκείνου μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isoc.10.36. 2 τὸ κ. the state, τὸ κ. Σπαρτιητέων Hdt.1.67: abs., of one's own state, Ar.Ec. 208, etc.; τὸ κ. ὠφελεῖται Antipho 3.2.3, cf. X.Cyr.2.2.20; τὰς ὠφελείας ἅπασιν εἰς τὸ κ. ἀπεδίδου Isoc.10.36. b esp. of leagues or federations, τὸ κ. τῶν Ἰώνων Hdt.5.109; τῶν συμμάχων Isoc.14.21; τῶν Βοιωτῶν SIG457.10 (Thespiae, iii B.C.), Plb.20.6.1 (pl.), etc.; ἄνευ τοῦ πάντων κοινοῦ (sc. τῶν Θεσσαλῶν) Th.4.78; also, of private associations, Test.Epict.1.22, SIG1113 (Loryma), al.; of guilds or corporations, τὸ κ. τῶν τεκτόνων POxy.53.2 (iv A.D.); of boards of magistrates, τὸ κ. τῶν ἀρχόντων ib.54.12 (iii A.D.). c the government, public authorities, Th.1.90, 2.12, etc.; τὰ κ. Hdt.3.156; ἀπαγγεῖλαι ἐπὶ τὰ κ. Th.5.37; ἀπὸ τοῦ κ. by public authority, Hdt.5.85, 8.135; σὺν τῷ κ. by common consent, Id.9.87. d the public treasury, χρημάτων μεγάλων ἐν τῷ κ. γενομένων Id.7.144; ἐν τῷ κ. καὶ ἐν τοῖς ίεροῖς Th.6.6, cf. 17; χρήματα δοῦναι ἐκ τοῦ κ. Hdt.9.87; ἔχειν ἐν κοινῷ (without the Art.), Th.1.80, cf. Sch.adloc. e common right or rights of citizens, τὸ κ. τὸ τῶν πολιτῶν Arist.Pol.1283b41. 3 τὰ κ. public affairs: πρὸς τὰ κ. προσελθεῖν, προσιέναι, to enter public life, D. 18.257, Aeschin.1.165; but also, the public money, Ar.Pl.569, D.8.23 (in full, τὰ κ. χρήματα X.HG6.5.34, Arist.Pol.1271b11); τὰ κ. τῆς πόλεως, opp. τὰ ἁγνά, BMus.Inscr.4.481*.383; ἀπὸ κοινοῦ at the public expense, X.An.4.7.27, 5.1.12; ἐκ κοινοῦ φαγεῖν Euphro 8.4, cf. Antiph. 230; ἐκ κ. from common funds, at joint expense, PGrenf.1.21.19 (ii B.C.). III common, ordinary, τὰ κ. εἰδέναι Pl.Ax.366b; διὰ τῶν κ. ποιεῖσθαι τὰς πίστεις Arist.Rh.1355a27; κοινοτάτη τῶν αἰσθήσεων [ἡ ἁφή] Id.EN1118b1; τὰ κ. commonplaces, Men.Sam.27, Epit.309; so κ. τόπος Hermog.Prog.6, Aphth.Prog.7; ἡ κ. ἔννοια or ἐπίνοια, Plb. 2.62.2, 6.5.2; κ. νοῦς, φρένες, common sense, Phld.Rh.1.37 S., 202 S.; κ. καὶ διήκουσαι κακίαι general and all-pervading vices, Id.Sign.28; κ. καὶ δημώδη ὀνόματα Longin.40.2; κ. καὶ ἐν μέσῳ κείμενα ὀνόματα D.H.Lys.3; ἡ κ. διάλεκτος every-day language (free from archaisms and far-fetched expressions), Id.Isoc.2; πεφευγὼς τὸ κ. Phld.Acad. Ind.p.53 M. 2 Gramm., ordinary, 'regular' Greek, opp. special dialects, διάλεκτοί εἰσι πέντε, Ἀτθὶς Δωρὶς Αἰολὶς Ἰὰς καὶ κ. Sch.D.T. p.14 H., cf. D.S.1.16, Theodos.Can.p.37 H., etc.; ἡ κ. alone, A.D. Conj.223.24; τὸ κ. ἔθος, ἡ κ. ἐκφορά, Id.Adv.155.10, Pron.4.27; οἱ κ. the writers who use this language, Sch.D.T.p.469 H., EM405.23. b colloquial, vulgar Greek, Moer.pp.201 (Comp., prob. for καιν-), 243 P., al. c ἡ κ. διάλεκτος demotic Egyptian, Manethoap. J.Ap.1.14. 3 common, of inferior quality, χρυσός POxy.905.5 (ii A.D.), 1273.6 (iii A.D.). 4 in magical formulae, of words added at will by the user, 'and so forth', freq.in Pap., PMag.Osl.1.255, PMag.Par.1.273, al.; κοινὰ ὅσα θέλεις ib.2.53; ὁ κ. λόγος PMag.Lond.46.435; cf. κοινολογία. IV of Persons, connected by common origin or kindred, esp.of brothers and sisters, κ. σπέρμα Pi.O.7.92, cf.S.OT261, OC535 (lyr.); κ. αἷμα Id.Ant.202, cf. 1; κ. πατήρ, μήτηρ, PAmh.2.152.9(v/vi A.D.), PFlor.47.11 (iii A.D.); also κ. Χάριτες Pi.O.2.50. 2 one who shares in a thing, partner, ἐν θύμασιν κ. ποεῖσθαί τινα S.OT 240; κ. ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι Id.Aj.267, cf. Ar.V.917; also κ. τῷ θεῷ belonging in part to the god (who claims tithe of his substance), Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene). 3 lending a ready ear to all, impartial, μὴ οὐ κ. ἀποβῆτε Th.3.53; neutral, ib.68; κοινοὺς τῷ τε διώκοντι καὶ τῷ φεύγοντι Lys.15.1; μέτριος καὶ κ. Arist.Ath.6.3; κοινοί, οἱ, arbitrators, GDI1832.10 (Delph.); κ. μεσίτης PStrassb.41.14 (iii A.D.); of a capital city, δεῖ . . κοινὴν εἶναι τῶν τόπων ἁπάντων easily accessible on all sides, Arist.Pol.1327a6. b courteous, affable, X. Cyn.13.9; κ. ἅπασι γενέσθαι Isoc.5.80; τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κ. Democh.2 J.; ἔχειν τὰς κ. φρένας Phld.Rh.1.202 S. c in bad sense, κοινή, ἡ, prostitute, Vett.Val.119.30, Porph.Hist.Phil.12 (pl.). d of events, κοινότεραι τύχαι more impartial, i.e. more equal, chances, Th.5.102; ἔστιν ἐν τῷ κ. πᾶσι c. inf., And.2.6. V in Logic, general, universal, τὸ κ. λαμβάνειν περί τινων, τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., Pl.Tht. 185b, 185c; τὰ κ. λεγόμενα ἀξιώματα Arist.APo.76b14; αἱ κ. ἀρχαί ib.88a36; κ. ἔννοιαι axioms, heading in Euc.; general, κ. ὅρος Arist.Metaph. 987b6; κοινὰ καὶ στοιχειώδη general principles, Phld.Rh.1.69S.; κ. σημεῖον, opp. ἴδιον, Id.Sign.14; κ. κρίσις objectively valid judgement, Id.Po.5.22; ὄνομα κ. Str.10.2.10; abstract, ὁ κ. ἄνθρωπος καὶ λογισμῷ ληπτός Dam.Pr.341. VI Gramm., 1 κ. συλλαβή common syllable, capable of being long or short, D.T.633.17, Heph. 1.4. b κ. ποιήματα, poems which are both κατὰ στίχον and συστηματικά, e.g. the Sapphic stanza, Id.pp.58,59 C.; also, poems of ambiguous metrical form, Id.p.60 C. 2 v.supr.111.2. 3 of gender, κ. γένος D.T.634.19; of nouns, A.D.Pron.30.7, al., EM143.33, 305.19, etc. 4 ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν, of two clauses taking a word in common, A.D.Synt.122.14, al.; κοινὸν or ἐκ κοινοῦ παραλαμβάνεσθαι, ib.20, 28, al. VII of forbidden meats, common, profane, φαγεῖν κ. καὶ ἀκάθαρτον Act.Ap.10.14, cf. Ep.Rom.14.14; κ. χερσὶ ἐσθίειν Ev.Marc.7.2. VIII κοινόν, τό, name of an eye-salve, CIL 13.10021.3, al. B Adv. κοινῶς in common, jointly, E.Ion1462; τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.817: Comp., ἐν Κρήτῃ -οτέρως [ἔχει τὰ τῶν συσσιτίων] Arist.Pol.1272a16. 2 publicly, κ. μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν Th.2.42, etc. 3 sociably, like other citizens, οὐδὲ κ. οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isoc.4.151; ἴσως καὶ κ. πρός τινα προσφέρεσθαι Arist.Rh.Al.1430a1; κ. καὶ φιλικῶς Plu.Ant.33; μετρίως καὶ κ. ὰσπάζεσθαι Id.Arat.43. 4 in general, Diph.Siph. ap. Ath. 3.81a; ἡ κ. σύνεσις, τὸ κ. ἄνθρωπον", Phld.Vit.p.34J., Mort.38; opp. ἰδίως, Demetr.Lac.Herc.1014.41, Plu.Marc.8, cf. Longin.15.1; κοινότερον εἰπεῖν Phld.Rh.1.256 S.; -οτέρως Orib.Fr.93. 5 in the common dialect, A.D.Pron.82.27, al.: Comp. -ότερον Id.Synt.159.5. 6 in plain language, opp. σοφιστικῶς, Plu.2.659f; in the ordinary or wide sense, opp. κυρίως, Them.in APo.5.5: Comp., M.Ant. 2.10. II fem. dat. κοινῇ; Dor. κοινᾷ SIG56.11 (Argos, v B.C.); Boeot. κυνῆ ib.635.31 (Acraeph., ii B.C.):—in common, by common consent, Hdt.1.148, 3.79, S.OT606, OC1339, E.Hipp.731, Th.1.3, etc.; κ. πᾶσι καὶ χωρίς Arist.Pol.1278b23, cf. Ath.40.3; κ. μετά τινος, κ. σύν τινι, Pl.Smp.209c, SIG346.27 (iv B.C.), X.Mem.1.6.14, etc.; ἰδίᾳ τε καὶ κ. Alex.291: also neut.pl.κοινά S.Ant.546. 2 publicly, καὶ κ. καὶ ἰδίᾳ X.HG1.2.10, Mem.2.1.12, etc. 3 as Prep. c. dat., together with, E.Ion 1228, Hel.829, Fr.823. III with Preps., εἰς κοινόν in common, in public, ὑμῖν τῇδέ τ' ἐς κ. φράσω A.Pr.844; πᾶσιν ἐς κ. λέγω Id.Eu.408, cf.Ar.Av.457 (lyr.), Pl.Lg.796e; εἰς κ. γνώμην ἀποφαίνεσθαι D.19.156; εἰς τὸ κ. λέγειν, ἀγορεύειν, Pl.Tht.165a, X. An.5.6.27; εἰς τὸ κ. for public use, Pl.Lg.681c. 2 ἀπὸ κοινοῦ, ἐκ κοινοῦ, v.A.1.1, 11.3, VI.4. 3 ἀφεῖσαν ἐν κοινῷ ζητεῖν, Lat. rem in medio reliquerunt, Arist.Metaph.987b14; but οἱ ἐν κ. γιγνόμενοι λόγοι, = οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι, Id.de An.407b29. 4 κατὰ κοινόν, opp. κατ' ἰδίαν, jointly, in common, Lexap.D.21.94, Plb.4.3.5; prob. for κατὰ κοινοῦ Id.11.30.3.
German (Pape)
[Seite 1468] bei Soph. Trach. 205 auch κοινὸς κλαγγά (= ξυνός, also mit ξύν, σύν zusammenhangend, vgl. Buttm. Lexil. II, 264); – 1) gemein, gemeinschaftlich; Hes. O. 720; Pind. λόγος, γάμος, χάρις, Ol. 11, 11 P. 4, 222. 5, 102, öfter, τινί. Sehr häufig bei Tragg.; ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς Aesch. Prom. 614; αὐτάδελφον αἷμα καὶ κοινοῦ πατρός Eum. 89; κοινὰν ἤνυσεν εἰς φίλους ἀρωγάν Soph. Phil. 1130; κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά Trach. 205; κοινὰ γὰρ τὰ τῶν φίλων Eur. Or. 725, öfter auch sonst, sprichwörtlich geworden; in Prosa, κοινὸς ἔστω ὑμῖν ὁ λόγος Plat. Prot. 358 a; Ggstz ἴδιος, was alle Menschen betrifft, ἴδιος, ἀλλ' οὐ κοινὸς ὢν πόνος Rep. VII, 535 b, wie ὀλιγωροῦντες τοῦ κοινοῦ – τοῦ ἰδίου τοῦ αὑτῶν Gorg. 502 e; Eur. πᾶσι γὰρ κοινὸν τόδε ἰδίᾳ θ' ἑκάστῳ Hec. 902; κοινὸν εἶναι τουτονὶ τὸν ἀγῶνα ἐμοί τε καὶ Κτησιφῶντι Dem. 18, 5; so öfter cum dat., κοινὸν ταῖσδε φόρτον ἔχων, gemeinschaftlich mit diesen, Eur. Suppl. 20; τὸ δὲ ἡδὺ κοινὸν πάσαις Μούσαις Plat. Legg. VII, 802 c; aber auch ἔργον κοινὸν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀθηναίων, Menex. 241 c; τὸ ἐπὶ πᾶσι κοινόν Theaet. 185 c; ο ὔ μοι κοινόν τι πρός τινα γεγένηται, ich habe Nichts mit ihm zu schaffen, Lucill. 84 (XI, 141). – 2) das ganze Volk angehend, öffentlich, den Staat betreffend, im Ggstz von ἴδιος, der Einzelne; am Häufigsten τὸ κοινόν, das Gemeinwesen, die Gemeinde, der Staat; τὸ κοινὸν δ' εἰ μιαίνεται πόλις Aesch. Suppl. 366, vgl. 513; καί σφι τὸ κοινὸν τῶν Σαμίων ἔδωκε Her. 6, 14, öfter; auch τὰ κοινὰ τῶν Βαβυλωνίων, die Obrigkeit, 3, 156; Thuc. u. Folgde; οὐ προσεδέξαντο αὐτὸν ἐς τὴν πόλιν οὐδ' ἐπὶ τὸ κοινόν Thuc. 2, 12, nicht in die Stadt u. die Versammlung der Vorsteher der Stadt, die sich außerhalb der Stadt versammeln konnte; oft Pol., der κοινὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα vrbdt, 24, 5, 8; κοινὰ ἐγκλήματα, crimina publica, 20, 6, 1; τὰ κοινὰ διοικεῖν Dem. 1, 22; πρὸς τὰ κοινὰ προσιών im Ggstz von ἰδιώτης ὤν, Aesch. 1, 165, wie οἱ πρὸς τὰ κοινὰ προσεληλυθότες, Staatsmänner, 3, 17; τὰ κοινὰ πράττειν, Staatsgeschäfte treiben, plat. Hipp. mai. 282 b; Plut.; auch die Staatskasse heißt τὸ κοινόν, Thuc. 1, 80, wie Arist. pol. 2, 8; vgl. Dem. οὔτε χρήματα εἰσφέρειν βουλόμεθα οὔτε τῶν κοινῶν ἀπέχεσθαι δυνάμεθα, 8, 21; πλουτεῖν ἀπὸ τῶν κοινῶν Ar. Plut. 569; τὰ κοινὰ νέμειν καὶ διδόναι Pol. 25, 8, 5; κοιναὶ ἀρχαί 22, 16, 11; – τὸ κοινόν, übh. jede Gesammtheit, auch von einem versammelten Heere, Xen. An. 5, 7, 17. – Κοινὴ διάλεκτος, κοινὰ ὀνόματα u. dgl., die Sprache des gemeinen Lebens, die Alle gebrauchen, D. Hal. iud. Isocr. 2, u. öfter bei Rhett., bes. von Formen, welche nicht einem einzelnen Dialekt angehören; οἱ κοινοί, die Schriftsteller, welche sich dieser Sprache bedienen; – κοινὸς τόπος, locus communis, Rhett.; – ἀπὸ κοινοῦ, aus dem Zusammenhange, oft Gramm.; bei denselben ist κοινὴ συλλαβή syllaba anceps, κοινὸς τῷ γένει generis communis, E. M. – 3) wie Lys. 15, 1 vom Richter verlangt wird, er solle κοινὸς εἶναι τῷ γράψαντι καὶ τῷ φεύγοντι, den Kläger u. den Verklagten auf gleiche Weise hören (also unparteiisch, vgl. Thuc. 3, 53. 68), so nimmt es auch die Bdtg billig, gerechtan, auch gegen Jedermann freundlich; πιστοτέραν εἶναι καὶ κοινοτέραν τὴν μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isocr. 10, 36; τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κοινός bei Ath. VI, 253 d; vgl. κοινὸς τοῖς φίλοις Isocr. 1, 10; Plut. Aristid. 1. – In tadelnder Bdtg, gemein, niedrig, bes. Sp. – Adv. κοινῶς; τοὐμὸν λέγουσα καὶ τὸ σὸν κοινῶς λέγεις Eur. Ion 1462; κοινῶς ἅπαντες, alle insgesammt, Diphil. Ath. II, 81 a; κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν Thuc. 2, 42; οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isocr. 4, 151; Folgde. – Häufiger noch κοινῇ; τῆς νόσου δὲ τῆσδέ μοι κοινῇ μετασχών Eur. Hipp. 731; Ar. Eccl. 573; τὸ κοινῇ δόξαν Plat. Theaet. 172 b; κοινῇ σκεψώμεθα Prot. 330 b u. öfter; κοινῇ μετ' ἐκείνου Conv. 209 c; Ggstz ἰδίᾳ, Rep. I, 333 d, wie Xen. Hell. 1, 2, 10 u. sonst; σύν τινι, Xen. Hem. 1, 6, 14; ἅμα, Plat. Phileb. 62 b.