στείχω
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
Il.2.287, Alc.19, A. Th.467, etc.; also στίχω, Hdt.3.14, Hsch.; subj.
A στίχῃ Hdt.1.9 (v.l. στείχῃ): Ep. impf. στεῖχον Il.9.86, etc.: aor. 1 ἔστειξα (only in compd. περίστειξας Od.4.277): aor. 2 ἔστῐχον Il.16.258, Call.Del.153, Theoc.25.223, etc., but never in Trag.:—Poet. Verb, used by Ep., Lyr., Trag. (also Aeol., Sapph. Supp.16, Alc. 19, and in Aeol. Prose, IG12(2).6.6 (Mytil., iv B.C.), Inscr.Perg.5.25 (Temnos, iii B.C.); used by Cic.Att.6.5.2 in a mockheroic phrase, ἐξ ἄστεος ἑπταλόφου στείχων): walk, march, go or come, the direction being given by a Prep. or by the context, a of motion to or towards, πρὸς οὐρανόν Od.11.17; ποτὶ πύργους A.Th. 297 (lyr.); πρὸς δόμους Id.Ag.1657 (troch.); πρὸς φίλων τάφον E.Or. 97; στεῖχ' εἰς ἀγορὰν πρὸς τοὺς Ἑρμᾶς Mnesim.4.2 (anap.); ἐπὶ τὴν εὐνήν Hdt.1.9; σ. ἀνά, κατὰ ὁδόν, Od.23.136, 17.204; ἀνὰ ἄστυ 7.72; δι' ἄστεως A.Supp.496; εἰς Ἄργος Id.Ch.675; ἐς Ἅιδην κατ' ἄκρας E. Hipp.1366 (anap.); θύραζε Od.9.418; ἔσω A.Ch.554; δεῦρο S.OC 1151: c. acc. loci, go to, approach, γύας, πόλιν, δόμους, A.Pr.708, Supp. 955, S.OC643: abs., Id.Tr.179, E.Rh.992 (anap.). b of motion from, ἀπ' Ἄργεος σ. Il.2.287; ἀπ' Ὀλύμπου Hes.Th.690; ἐκ δόμων S.OT632; οἴκοθεν Pi.N.9.20: abs., go, depart, στείχωμεν A.Pr.81, cf. Ch.98, S.Ant.98, Fr.257. 2 march in line or order (whence στίχος, στίχες, στοῖχος) , ἐς πόλεμον σ. march to war, Il.2.833; οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον 16.258; σ. ἐπὶ τοὺς ξείνους against them, Hdt. 9.11; ἐν εὐθείαις ὁδοῖς σ. Pi.N.1.25. 3 c.acc. cogn., ὁδούς A.Ag. 81 (anap.); τὰν νεάταν ὁδόν S.Ant.808 (lyr.); ἀνὴρ ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις στείχει πρὸς πύργον A.Th.467. 4 metaph., ἀοιδὰ σ. ἀπ' Αἰγίνας Pi.N.5.3; ἐπ' ἐμοὶ ῥιπή A.Pr.1090 (anap.); ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Id.Th.534; πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα . . κακά S.Ant.10; τὴν ἄτην . . στείχουσαν ἀστοῖς ib.186. (Cf. Skt. stighnoti 'step up, mount', Goth. steigan 'climb'.)
German (Pape)
[Seite 933] aor. ἔστειξα (s. περιστείχω), u. ἔστιχον, eigtl. steigen, von unten nach oben gehen, von der Sonne, ὁπότ' ἂν στείχῃσι πρὸς οὐρανόν, Od. 11, 17; übh. wandeln, gehen, ἐς πόλεμον, Il. 2, 833. in den Krieg ziehen; οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον, 16, 258; στείχοντες ὁδὸν κάτα, Od. 17, 204, u. sonst; Hes.; οἴκοθεν, Pind. N. 9, 20, ἐν εὐθείαις ὁδοῖς, 1, 25, oft Tragg.: absol., στείχωμεν, Aesch. Prom. 81, ἔσω, Soph. O. R. 99, u. oft, wo der Zusammenhang bald »herankommen«, bald »weggehen« zu übersetzen nöthigt; – c. acc., ὁδούς, Aesch. Ag. 81; κλίμακος προσαμβάσεις στείχει, Spt. 449; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, den letzten, den Todesweg gehend, Soph. Ant. 802; u. c. accus. des Ortes, nach dem die Bewegung hingeht, στείχετ' εὐερκῆ πόλιν, Aesch. Suppl. 933; δόμους στείχειν ἐμούς, Soph. O. C. 649; πάτραν, Eur. Ion 1331, u. sonst; ποτὶ πύργους, Aesch. Spt. 279; πρὸς δόμους, Ag. 1642; –auch in Prosa, ἐν τῇ ὁδῷ μέσῃ στείχοντες ἐγίνοντο Her. 3, 76, ἐπὶ τοὺς ξένους 9, 11, ἐπὶ τὴν εὐνήν 1, 9. – Auch übertr., στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων, Aesch. Spt. 516; ἤ σε λανθάνει πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά; Soph. Ant. 10; ἀκτῖνα τὴν στείχουσαν ἡλίου, Eur. Rhes. 992; τὴν ἄτην ὁρῶν τοῖς ἀστοῖς στείχουσαν ἀντὶ τῆς σωτηρίας, Soph. Ant. 186, vgl. Dem. 19, 248.