προβαίνω

From LSJ
Revision as of 19:48, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβαίνω Medium diacritics: προβαίνω Low diacritics: προβαίνω Capitals: ΠΡΟΒΑΙΝΩ
Transliteration A: probaínō Transliteration B: probainō Transliteration C: provaino Beta Code: probai/nw

English (LSJ)

fut. -βήσομαι: pf. -βέβηκα: aor. 2 προὔβην, imper. πρόβᾱ, Ar.Ach.262, E.Alc.872 (lyr.), pl.

   A πρόβᾱτε S.OC841 (lyr.), E. HF1047 (lyr.): Hom. has only pf.and pres. part. προβιβάς (as if from βίβημἰ, Il.13.18, but προβιβῶντα (-τἰ (as if from βιβάὠ ib.807, al. codd. (v. infr.); imper. προβιβάσθων Hsch.; part. προβάοντε, read by Aristarch. for προβοῶντε, Il.12.277; προβῶντες Cratin.126:— step forward, advance, κραιπνά, κοῦφα ποσὶ προβιβάς, Il.13.18, 158, Od.17.27; τὸν δ' ὦκα προβιβάντα (-βιβῶντα codd.) πόδες φέρον 15.555; ὑπασπίδια προβιβάντι (-βιβῶντι codd.) Il.13.807, cf. 16.609; π. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Arist.HA604b5: c. acc. cogn., οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα π. E.Alc.263 (lyr.); μέγα π. take a big stride forward, Hp.Art.60.    b of hair, grow, Lib.Or.64.50.    2 as a mark of Time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i.e. it is past midnight. Il.10.252; ἡ νὺξ π. the night is wearing fast, X.An.3.1.13: hence of Time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.3.53, 140; ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι S.Ph.285; also τὰ μὲν προβέβηκεν the past, Thgn.583; προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου, Hdt.7.23, Plb.2.47.3; τοῦ κώθωνος εὖ μάλα προβεβηκότος Hegesand.21; ἐκ τοῦ προβεβηκότος, e re nata, on the spur of the moment, Plb.7.12.2: of Age, προβήσεται ἡ ἡλικία X.Ap.6; of persons, οἱ προβεβηκότες τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys.24.16, cf. D.S.12.18; π. τῶν ἡμερῶν, ταῖς ἡμέραις, LXX Jo.13.1, 23.1: abs., οἱ π. Bato 7.9, Luc.Nigr. 24; ἐπεὶ προέβη τοῖς ἔτεσιν Macho ap.Ath.13.580c; προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Ev.Luc.1.7, cf. 18; ἡλικίας εἰς τὸ πρόσθε π. Pl.Ep. 325c; π. εἰς πεντήκοντα ἔτη D.C.68.4 (nisi leg. προεβεβιώκεἰ.    3 metaph. of narrative, argument, action, events, μὴ πέρα προβῇς λόγου Cratin.66; προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.1.5; προβάς φησιν . . further on, Demetr.Lac.Herc.1012.12, cf. Phld.Rh.1.87 S.; π. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς went on . ., Hdt.6.75; προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῦον the nation was organized in a series of overlordships and mandates, Id.1.134; προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω A.Pr. 249; π. ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant.853 (lyr.); οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα τοῦ βουλεύματος Ar.Ach.836; ποῖ προβήσεται λόγος; E.Hipp.342; πέρας δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται; Id.Or.511, cf. 749; τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Id.Alc.785; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν Id.Med.907; τὸ ἔθος ἐπὶ πολὺ προβαίνει Aeschin.1.179: impers., εἰς τοῦτο προβέβηκε ὥστε .. it has gone so far that...Pl.Lg.839c; π. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, X.Ap.30; π. εἰς τοῦτο ἔχθρας ὥστε . . D.12.16; εἰς ἀταξίαν Aeschin.3.38; μέχρι τίνος Plb. 2.1.3; ἐπὶ τὸ χεῖρον π. τὰ πράγματα Id.5.30.6: in good sense, make progress, τοσοῦτον προβεβήκαμεν ὥστε . . Pl.Tht.187a; of an enterprise, prosper, succeed, BGU1209.10 (i B.C.), etc.    II go before, i.e. be superior to, another, πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει Il.6.125; κράτεϊ 16.54, cf. 23.890; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε by might and awe he is over, i.e. rules, Trachis, Hes. Sc.355, cf. Call. Epigr.1.5.    III c. acc. rei, overstep, τέρμα προβάς Pi N.7.71.    IV with acc. of the instrum. of motion, πόδα π. Thgn.283; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα τὸν ἕτερον Ar.Ec.161, cf. Luc.Hist. Conscr.29; προβὰς δὲ κῶλον E.Ph.1412; ἀρβύλαν προβάς Id.Or.1470 (lyr.); προβεβήκασι τὰ ἀριστερά have their left legs foremost (v.l. προβεβλήκασι, v. προβάλλω A. Il.1), Arist.IA706a7; προβὰς τὸν πόδα τὸν ἀριστερὸν καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβάς Poll.5.23.    V Causal, in fut. Act., move forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; Pi.O.8.63.

German (Pape)

[Seite 709] (s. βαίνω), wovon Hom. außer dem perf. noch das partic. praes. προβιβάς und προβιβῶν hat, – 1) vorschreiten, vorwärtsgehen, ἄστρα προβέβηκε, Il. 10, 252, κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς, 18. 18, wie κοῦφα ποσὶ προβιβάς 158. u. öfter; ὑπασπίδια προβιβῶντος, 16, 609, wie 13, 807; τὸν δ' ὦκα προβιβῶντα πόδες φέρον, Od. 15, 555; οἵαν ὁδὸν προβαίνω, Eur. Alc. 264, u. oft allein; übertr. προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, ich werde in der Erzählung weiter gehen, Her. 2, 5, μή πού τι προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω, Aesch. Prom. 247, προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους, Soph. Ant. 846; auch von der Zeit. ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι, Phil. 265; σκῆψιν ἔς τινα, Eur. Or. 747; μὴ πέρα προβῇς τῶνδε, Hipp. 504. ποῖ προβήσεται λόγος, 342; οὐκ ἄξιον περαιτέρω προβαίνειν, Plat. Phaedr. 239 d; εἰς τὸ πρόσθεν, Rep. VIII, 604 b; ἡ νὺξ προβαίνει, Xen. An. 3, 1, 13; προβαίνοντος τοῦ πολέμου, Pol. 2, 47, 3, u. öfter. – Dah. 2) vorangehen, übertreffen, überlegen sein, mit dem gen. der Person, die man übertrifft, u. dem dat. der Sache, in der man übertrifft, νῦν γε πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει, Il. 6. 125, wie 23. 890; ὅ τε κράτεϊ προβεβήκῃ, 16, 54; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, durch Macht und Ehrfurcht, die er einflößt, ist er Trechis überlegen, d. i. herrscht er über Trechis, Hes. Sc. 355. Auch = überschreiten, τέρμα προβάς Pind. N. 7, 71. – 3) Fortgang haben, von Statten gehen, gelingen, μὴ προβαίη μεῖζον κακόν, Eur. Med. 907. τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται, Alc. 788; προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον, das Volk machte Fortschritte in Befehlen, dehnte seine Macht aus, Her. 2, 5, τοσοῦτόν γε προβεβήκαμεν ὥςτε, Plat. Theaet. 187 a; ἐπεὶ ὁ λόγος παγκάλως προβέβηκε, Hipp. mai. 296 b; Xen., Oratt. u. Folgde; τὰ ἀσεβήματα μέχρι τίνος προὔβη, Pol. 2, 1, 3; ἐπὶ τὸ χεῖρον προὔβαινε τὰ πράγματα, 5, 30, 6. – Trans. τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει, vorwärts bewegen, bringen, Pind. Ol. 8, 63. – Anders πόδα τόνδε πρόβαινε, Theogn. 283; Μυκηνίδ' ἀρβύλαν προβάς, Eur. Or. 1470; προβὰς κῶλον δεξιόν, Phoen. 1421, eigtl. mit dem rechten Fuße vorgehen, den rechten Fuß vorsetzen; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα, Ar. Eccl. 161.