ἄσπετος
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ον, Ep. Adj.
A unspeakable, unutterable; mostly in sense of unspeakably great, ἄ. αἰθήρ, ῥόος Ὠκεανοῖο, ὕλη, ὕδωρ, Il.8.558, 18.403, 23.127, Od.5.101; ἀλκή Il.16.157; less freq. of number, countless, ἄσπετα πολλά Od.4.75; κρέα ἄσπετα 9.162; τρεῖτ' ἄσπετον ye tremble unspeakably, Il.17.332, cf. Q.S.11.127; φωνὴ ῥεῖ ἄσπετος flows on unceasingly, h. Ven.237; ἄσπετος αἰών endless time, Emp.16.—Chiefly Epic, but found in Lyric, ἄσπετοι μέριμναι B.18.34, and rarely in Trag., θαῦμα S.Tr.961 (lyr.); χάλαζα E.Tr.78; δρυὸς ἄ. ἔρνος Cyc. 615 (lyr.); later Prose, λείας ἄ. πλῆθος f.l. for ἄπλετον, Plb.3.92.8. (ἀ- priv. + root seq[uglide], cf. ἔννεπε, ἔσπετε (Εν-σπετε), Lat. insece.) A lengthd. form ἀάσπετος is used by Q.S.3.673, 7.193, al.
German (Pape)
[Seite 373] (vgl. ἔσπετε, ἐνισπεῖν), unaussprechlich, unsäglich, von unermeßlicher Menge, Größe, Hom. oft, z. B. αἰθήρ Il. 8, 558; οὖδας 19, 61; ῥόος ὠκεανοῖο 18, 403; ὕλη 23, 127; κῦδος 3, 373; ἀλκή 16, 157; ὅσσα τάδ' ἄσπετα πολλά Od. 4, 75; κρέα 9, 162; τρεῖτε ἄσπετον, d. i. sehr, Il. 17, 332; vgl. H. h. Ven. 237, nach Herm. φωνὴ τρεῖ ἄσπετον. Aehnl. Tragg.: θαῦμα Soph. Tr. 957; χάλαζα Eur. Tr. 78; δρυὸς ἔρνος Cycl. 611. Pol. 3, 92, 8 ἄσπετον πλῆθος, v. l. ἄπλετον.