σορός

From LSJ
Revision as of 09:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σορός Medium diacritics: σορός Low diacritics: σορός Capitals: ΣΟΡΟΣ
Transliteration A: sorós Transliteration B: soros Transliteration C: soros Beta Code: soro/s

English (LSJ)

ἡ,

   A vessel for holding human remains, cinerary urn, ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σ. ἀμφικαλύπτοι Il.23.91; coffin, Hdt.1.68, 2.78, Ar.Ach.691, Lys.600, etc.; of stone, Thphr.Ign.46, Dsc.5.124: prov., τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῇ σ. ἔχειν Luc.Herm.78; bier, Ev.Luc.7.14, PLond.1.121.236 (iii A.D.).    II as nickname of an old man or woman, Ar.V.1365, Macho ap.Ath.13.580c.    III αἱ δημόσιαι σ. dub. sens. in PLips.86.11 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 913] (vgl. σωρός), ἡ, ein Behältniß, Gefäß, die Gebeine eines Verstorbenen darin zu sammeln u. aufzubewahren; ἃς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι, Il. 23, 91, wo hinzugesetzt ist χρύσεος ἀμφιφορεύς, vgl. 243; Ar. Ach. 661 Lys. 600; Her. 2, 78 u. Sp., wie Plut. Num. 22 Luc. D. mort. 6, 3 rhet. praec. 24. – Komisch = ein alter Mann, ein altes Weib, Ar. Vesp. 1365, Machon bei Ath. XIII, 580 c, Ep. ad. 87 (XI, 425). – Wahrscheinlich ein Wort mit σωρός, ein Ort, wo Etwas angehäuft wird.

Greek (Liddell-Scott)

σορός: ἡ, σκεῦος πρὸς ὑποδοχὴν πράγματός τινος, ἰδίως κάλπη τεφροδόχος, ὧς δὲ καὶ ὀστέα νῶιν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι Ἰλ. Ψ. 91 (πεποιημένη ἐκ χρυσοῦ, ἂν ὁ ἑπόμενος στίχος εἶναι γνήσιος)·― φέρετρον, νεκροθήκη, «κάσσα», Ἡρόδ. 1. 68., 2. 78, Ἀριστοφ. Ἀχ. 691, Λυσ. 600, κτλ.· ἐκ λίθου, Θεοφρ. π. Πυρὸς 45, πρβλ. Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 533· ― παροιμ., τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῇ σορῷ ἔχειν Λουκ. Ἑρμότ. 78. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα γέροντος ἢ γραίας, = σοροδαίμων, Ἀριστοφ. Σφ. 1365, Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C.