λαμυρός

From LSJ
Revision as of 09:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμυρός Medium diacritics: λαμυρός Low diacritics: λαμυρός Capitals: ΛΑΜΥΡΟΣ
Transliteration A: lamyrós Transliteration B: lamyros Transliteration C: lamyros Beta Code: lamuro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A full of abysses, θάλασσα EM555.57: hence,    II gluttonous, greedy, γάστρις καὶ λ. Epicr. 5.8 = Antiph.89.5; γαστρὶ χαριζόμενος τῆς οὐ λαμυρώτερον οὐδὲν Timo 7; ὀδόντες Theoc.25.234; κάρηνον Nic.Th.293.    III metaph., wanton, impudent, -ώτερον λέγειν X.Smp.8.24; Ἀλκιβιάδου ἡ ἄγαν λ. πολιτεία Plu.Comp.Alc.Cor.1; λάμυρόν τι προσβλέπειν τινί Id.Mar. 38; λ. ἱστορίη AP7.450 (Diosc.); of women, coquettish, ib.5.161 (Asclep.); of Eros, λαμυροῖς ὄμμασι πικρὰ γελᾷ ib.179 (Mel.); λαμυρὰς Πόθων ἀέλλας Cerc.5.10: later in good sense, piquant, arch, like ἐπίχαρις, Phryn.259; charming, Plu.Caes.49, Eun.VSp.467 B.    IV bright, τὰ λευκὰ τῶν ὀφθαλμῶν -ώτατα (in pneumonia) Aret.SA2.1.

German (Pape)

[Seite 14] auch λάμυρος betont (vgl. λαιμός, λαβρός), mit weitem, tiefem Schlunde, Sp. – Daher = gierig verschlingend, schrecklich, VLL. καταπληκτικός; ὀδόντες, Theocr. 25, 234; σμερδαλέον δ' ἐπί οἱ λαμυρὸν πέφρικε κάρηνον Nic. Ther. 294; gefräßig, Epier. bei Ath. VI, 262 d; – keck, unverschämt, bes. bei Sp. (vgl. Phryn. 291 οἱ ἀρχαῖοι τὸν ἰταμὸν καὶ ἀναιδῆ, οἱ νῦν τὸν ἐπίχαριν τῷ ὀνόματι σημαίνουσιν); vom reizenden, schnippischen Muthwillen der Mädchen, Asclpds. 17 (V, 162); ὄμματα Mel. 50 (V, 180), u. öfter in der Anth.; auch Plut. öfter, z. B. ὄνος προσβλέψας τῷ Μαρίῳ λαμυρόν τι καὶ γεγηθός Har. 38; γαστὴρ ἧς οὐ λαμυρώτερον οὐδέν Timon bei Ath. VII, 279 f. – Auch adv., λαμυρώτερον λέγειν Xen. Conv. 8, 24.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰμῠρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λάω Β)· ― πλήρης χασμάτων, πλήρης ἀβύσσων, Λατ. voraginosus, θάλασσα Ἐτυμολ. Μέγ.· ― ὅθεν, ΙΙ. λαίμαργος, ἄπληστος, ἀδηφάγος, γάστριν καλοῦσι καὶ λαμυρὸν ὃς ἂν φάγῃ ἡμῶν τι τούτων Ἀντιφάν. ἐν «Δυσπράτῳ» 1, 5· γαστρὶ χαριζόμενος, τῆς οὐ λαμυρώτερον οὐδὲν Τίμων παρ’ Ἀθην. 279F· ὀδόντες Θεόκρ. 25. 234, πρβλ. Νικ. Θηρ. 293. ΙΙΙ. μεταφορ., θρασύς, ἀναιδής, ἀκόλαστος, λαμυρώτερον λέγειν Ξεν. Συμπ. 8, 24· Ἀλκιβιάδου ἡ ἄγαν λαμυρὰ πολιτεία Πλουτ. Σύγκρ. Ἀλκ. καὶ Κορ. 1· λαμυρόν τι προσβλέπειν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 38· λ. ἱστορίη Ἀνθ. Π. 7. 450· ― ἐπὶ γυναικός, φιλάρεσκος, ἐρωτοτρόπος, αὐτόθι 5. 162· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, λαμυροῖς ὄμμασι πικρὰ γελᾷ αὐτόθι 180· καὶ παρὰ μεταγενεστ., ἐντελῶς ἐπὶ καλῆς σημασίας, κομψός, εὐχάριστος, ἐπίχαρις, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 291, 760· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου grata protervitas. Ἐπίρρ. -ρῶς, Συνέσ. 36Β, κτλ.