δέησις
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
εως, ἡ,
A entreaty, Lys.2.15 (pl.), Isoc.8.138 (pl.), Pl.Ep.329d (pl.), etc.; δέομαι δ' ὑμῶν . . δικαίαν δέησιν D.29.4; δεήσεις ποιεῖσθαι Ev.Luc. 5.33, cf. Wilcken Chr.41 ii 12 (iii A.D.). 2 written petition, CPHerm.6.10, J.BJ7.5.2, Ph.2.586, PGen.16.10 (iii A.D.). II want, need, Antipho Soph.11; ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Pl.Erx.405e; κατὰ τὰς δεήσεις according to their needs, Arist.Pol.1257a23; δεήσεις εἰσὶν αἱ ὀρέξεις Id.Rh.1385a22.
German (Pape)
[Seite 534] ἡ, das Bitten, die Bitte, Plat. Conv. 183 a; ὁσιωτάτην δέησιν δεόμενος Isaeus 9, 34; δέομαι ὑμῶν δικαίαν δέησιν Demosth. 29, 4; vgl. Plutarch. Tib. Graech. 6 Timol. 5, – das Fragen, die Frage, Plat. Parm. 126 a und Folgende. – Das Bedürfen, Bedürfniß, Plat. Eryx. 405 e; vgl. Arist. rhet. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δέησις: -εως,ἡ,(δέομαι) παράκλησις, τὸ παρακαλεῖν ,ἱκετεύειν ,Ἰσοκρ. 186D,Ἐπ. Πλάτ. 329D,κτλ.·-προσευχή, ἱκετεία,Λυσ. 145.19· δέομαι δ'ὑμῶν…δικαίαν δέησιν Δημ. 845.27·δέησιν ποιεῖσθαι Εὐαγγ.κ. Λουκ. ε', 33,κτλ. ΙΙ.ἀνάγκη, χρεία, ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε· κατά τὰς δεήσεις, κατὰ τὰς ἀνάγκας αὐτῶν , Ἀριστ. Πολ. 1.9,5· δεήσεις εἰσίν αἱ ὀρέξεις ὁ αὐτ. Ρητ. 2.7,2.