παρακολούθημα
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which follows, αἱ σκιαὶ π. τῶν σωμάτων Iamb. Comm. Math. 8; accompaniment or attendant circumstance, Demetr.Lac.Herc.1012.46, Placit.1.22.5, Numen. ap. Porph. ap. Stob. 1.49.25, Nicom.Ar.1.19, Plot.3.7.10, Hierocl.in CA 15p.453M., Procl. in Ti.3.24 D., etc.; by-product, Herm. ap. Stob.1.21.9; logical accident, A.D.Synt.229.13.
German (Pape)
[Seite 484] τό, das, was daneben folgt, Folge, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰκολούθημα: τό, τὸ ἐπακολουθοῦν, ἐπακολούθημα, τὸ νῦν κακῶς λεγόμενον «συνέπεια», Πλούτ. 2. 885C. 2) παράρτημα, Κύριλλ.