μεθοδικός
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ή, όν,
A going to work by rule, methodical, systematic, ἐπιστῆμαι Plb.10.47.12; τὸ μ. τῆς τέχνης Phld.Rh.1.23 S.: Comp., Id.Sign.28. Adv. -κῶς Plb.5.98.10; ἰατρὸς ἄνθρωπον ἀποκτείνει μ. Phld.Rh.1.19 S.: Comp. -ώτερον S.E.M.8.141. II τὰ μ., a lost work of Arist., prob. on Logic, Rh.1356b19, cf. D.H.Amm.1.8; αἱ μ. συντάξεις ib.6. III οἱ μ. 'methodic' physicians, opp. rationalists and empirics, Gal.Sect.Intr.6; μ. αἵρεσις Id.Libr.Propr.1; μ. ἰατρός Id.10.140, Epigr.Gr.306 (Smyrna). IV in Surgery, μ. τρόποι first-aid treatment, Heliod. ap. Orib.49.1.1,3. V crafty, Vett. Val.4.14; τὰ μ. ib.16.
German (Pape)
[Seite 113] ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεθοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεθοδικὸς τρόπος, 11, 8, 2, μεθοδικὴ ἐμπειρία, 1, 84, 6, ἐπιστήμη, 10, 47, 12; adv., μεθοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεθοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem ἐμπειρικός entgeggstzt, Galen.; ἡ μεθοδική, die Methodik, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεθοδικός: -ή, -όν, (μέθοδος) ὁ ποιῶν τι κατὰ μέθοδον, συστηματικός, Πολύβ. 10, 47, 12, κτλ. ΙΙ. τὰ μ., ἀπολεσθέν τι ἔργον τοῦ Ἀριστ., πιθανῶς ἀνῆκον εἰς τὴν Λογικήν, Ρητ. 1, 2, 10, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 6 καὶ 8. ΙΙΙ. οἱ μ., ἐπιστήμονες ἰατροί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐμπειρικοὺς ἢ πρακτικούς, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. σ. 51, Γαλην. ΙΙ. 291Β, 303C· ἡ μεθοδικὴ αἵρεσις, ἡ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ σχολή, Γαλην. Ι, 36Ε, ΙΙ, 235Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3283.