μέτειμι

From LSJ
Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτειμι Medium diacritics: μέτειμι Low diacritics: μέτειμι Capitals: ΜΕΤΕΙΜΙ
Transliteration A: méteimi Transliteration B: meteimi Transliteration C: meteimi Beta Code: me/teimi

English (LSJ)

(εἶμο

   A ibo), Att. fut. of μετέρχομαι (q. v.); Dor. inf. μετίμεν Foed.Delph.Pell.2 A 25: impf. μετῄειν: Ep. aor. part. (but v. εἴσομαι 11) μετεισάμενος (v. infr.):—go between or among, μετεισάμενος κρατερὰς ὄτρυνε φάλαγγας Il.13.90; μετεισάμενος Τρώων ἐκέδασσε φάλαγγας 17.285.    II go after or behind, follow, abs., ἴθ', ἐγὼ δὲ μέτειμι 6.341; Ἄρης πόλεμόνδε μέτεισι 13.298; τοῦ μὲν ὑφηγουμένου, τῶν δὲ μετιόντων X.HG4.5.8, etc.    2 c. acc., follow, ταὐτὸν ἴχνος Pl.Phdr. 276d.    b go to seek or fetch, go in quest of, μετήϊσαν ἄξοντες Hdt.3.28; τὸν παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες ib. 15; ἐν ᾧ δὲ τούτους μετήϊσαν ib.19; εἰ γάρ μ' ἀπώσῃ, . . μέτει πάλιν S.El.430; μετῇσαν στρώματα Ar. Eq.605, cf. Ach. 728; μ. τινὰ . . ἐκ . . Id.Pax 274; τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας X.HG2.1.25: metaph., search after, pursue, τέχνην Pl.Phdr.263b, Arist.Sens.436a21; ἑκάστας [τὰς ἀρχὰς] ᾗ πεφύκασιν Id.EN1098b4; μ. περί τινος Id.Rh.Al.1432b3, al.; περί τι Id.Metaph. 1044b4; μ. τὸν λόγον Pl.Men.74d, Sph.252b: abs., pursue a question, οἱ οὕτω μετιόντες Arist.APo.91b24, cf. Pl.Smp.210a, etc.    c Trag., pursue with vengeance, εἰ μὴ μέτειμι τοῦ πατρὸς [φόνου] τοὺς αἰτίους A. Ch.273, cf.Ag.1666 (troch.), S.El.478 (lyr.); also in Th., τιμωρίαις τοὺς ἀδικοῦντας μ. 4.62; μ. δίκας τινά (δίκας acc. cogn.) execute judgement upon one, A.Eu.231; τὸν διδάσκαλον δίκην μέτειμι E.Ba.346; ἄποινα μέτεισι Διόνυσός δε ib.517.    d pursue, go about, δόλῳ μέτειμι . . φόνον Id.Med.391.    e canvass for an office, μ. ὑπατείαν, Lat. ambire consulatum, Plu.Publ.11; ἀρχήν Id.Cic.1.    f μ. θυσίῃσι [τοὺς ἀνέμους] approach them with sacrifices, Hdt.7.178: c. acc. et inf., ἕνα ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν besought each one not... Th.8.73; also ἕκαστον μετιόντες ὅπως ἀποστήσωσιν Id.3.70 (unless . goes with ἔπρασσον).    III pass by, A.R.2.688.    2 pass over, πρός τινα Hdn.5.4.6.    3 recur, return, ἐκεῖσε ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι Ar.Nu.1408, cf. Ach. Tat.6.2.
μέτειμι (εἰμί

   A sum), to be among, c. dat. pl., ἄνδρεσσι μετέμμεναι Il. 18.91; ὄφρ' ἂν ζωοῖσιν μετέω 22.388; οἷς ὁ γέρων μετέῃσιν 3.109; εἰ λαοῖσι μετείη Xenoph.2.15: abs., οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται no interval of rest will be mine, Il.2.386.    II impers., μέτεστί μοί τινος I have a share in or claim to a thing, Hdt.1.171, etc.; τί τοῦδε σοὶ μ. πράγματος; A.Eu.575; κἀμοὶ πόλεως μ. S.OT630, cf. Ant.1072, Ar.Av.1666, 1668; πᾶσι μετεῖναι τῶν ἀρχῶν Arist.Pol.1292a3: so part. neut. used abs., οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης since they had no more share in the land, Hdt.5.94, cf. Th.1.28, Pl.Lg.900e, etc.    2 sts. the share is added in nom., ὁκόσον δέ μοι μέρος [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Hdt.6.107, cf. E.IT1299, Pl.Prm.163d; μέτεστι κατὰ τοὺς νόμους πᾶσι τὸ ἴσον (v. ἴσος 11.2), Th.2.37, Foed. ap. eund. 5.47; ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μ. Pl.Ap.19c.    3 with inf. as subj., πᾶσι μέτεστι γινώσκειν Heraclit.116; τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν . . ; will it be part of his nature to love falsehood? Pl.R.490b, cf. 606b.

German (Pape)

[Seite 157] (s. εἶμι), 1) zwischen, unter Mehreren gehen, ῥεῖα μετεισάμενος κρατερὰς ὤτρυνε φάλαγγας, leicht dazwischen wandelnd, Il. 13, 90. 17, 285. – 2) nachgehen, hinterhergehen, ἢ ἴθ', ἐγὼ δὲ μέτειμι, ich werde nachgehen, folgen, Il. 6, 341; πόλεμόνδε, nach dem Kriege, in den Krieg gehen, 13, 298. – Dah. verfolgen, nachsetzen, auch rächen, bestrafen, τινά, Aesch. Ag. 1651, τοῦ πατρὸς τοὺς αἰτίους, Ch. 271; auch δίκας μέτειμι τόνδε φῶτα, Eum. 222; vgl. Soph. Δίκη μέτεισιν οὐ μακροῦ χρόνου, El. 469; δόλῳ μέτειμι καὶ σιγῇ φόνον, Eur. Med. 391, u. δίκῃ μέτειμί τινα, Bacch. 346; auch τῶν δ' ἄποιν' ὑβρισμάτων μέτεισι Διόνυσός σε, ib. 517; so Plat. Legg. VI, 154 e u. Sp., wie Luc. D. D. 6, 2 u. öfter; – ἴχνος, einer Spur nachgehen, sie verfolgen, Plat. Phaedr. 276 d; dah. τέχνην ῥητορικήν, d. i. die Rhetorik betreiben, Phaedr. 263 b u. öfter; ὀρθῶς μετιέναι τὴν σοφίαν, Xen. Mem. 4, 2, 9; Arist. de sens. 1; Luc. Icarom. 31; übh. untersuchen, behandeln in der Rede, Plat. Conv. 210 a Soph. 252 b u. Folgde; ὑπατείαν, sich um das Consulat bewerben, Plut.; mit Bitten angehen, ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν, Thuc. 8, 73, vgl. 3, 70; auch τινὰ θυσίαις, Her. 7, 178, vgl. μετέρχομαι; – nach Etwas gehen, um es zu holen, μετῇσαν στρώματα, Ar. Equ. 603; Her. 3, 15. 28. 9, 33; τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ, Xen. Hell. 2, 11, 6. – 3) übergehen zu etwas Anderem, Luc. Prom. 18; πρός τινα, zu Einem übertreten, zu dessen Partei, Hdn. 5, 4, 11. – 4) zurückkehren; ἐκεῖσε τοῦ λόγου μέτειμι Ar. Nubb. 1390; Sp. – Adj. verb. μετιτέον, D. L. 6, 5. (s. εἰμί), unter, zwischen Mehreren sein, zusammen sein, Umgang oder Verkehr mit ihnen haben; ὄφρ' ἂν ἔγωγε ζωοῖσιν μετέω, Il. 22, 388, wie ὄφρα ζωοῖσι μετείω, 23, 47, οὔτοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, Od. 14, 487, so lange ich am Leben bin; οἷς δ' ὁ γέρων μετέῃσιν, Il. 3, 109; ἵν' ἀθανάτοισι μετείη, Od. 15, 251; θανὼν φθιμένοισι μετείην, 24, 436; Δαναοῖσιν ἀριστῆες μετέασιν, Il. 7, 227, öfter; vgl. Her. 1, 171; absolut οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται, es wird keine Rast dazwischen stattfinden, Il. 2, 386; – μέτεστί μοί τινος, ich habe Antheil, Anspruch an Etwas, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος Aesch. Eum. 545; κἀμοὶ πόλεως μέτεστι Soph. O. R. 630; O. C. 754; οὐ μετῆν αὐτοῖσι τήν γ' ἐμὴν κτανεῖν, El. 526, d. i. es stand nicht in ihrer Macht, sie hatten nicht das Recht; vollständig sagt Eur. μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; Her. 6, 107; μέτεστί μοι τούτου, Ar. Av. 1666; ὡς οὐ μετὸν αὐτοῖς Ἐπιδαύρου, da sie kein Anrecht auf Epidaurus hätten, Thuc. 1, 28; vgl. Plat. Polit. 275 d Legg. X, 900 d; ὅτῳ ἀξίως τούτου τοῦ πράγματος μέτεστι, Plat. Phaed. 61 c; Parm. 141 d u. öfter; auch ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μέτεστι, Apol. 19 c; μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον, Thuc. 2, 37; Xen. Hier. 4, 2; φροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ, sie hatte keine Sorgen, Xen. Cyr. 7, 2, 28; An. 3, 1, 20 u. öfter; Sp., μόνοις ἀνθρώποις μέτεστι νοῦ καὶ λογισμοῦ, Pol. 6, 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μέτειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι μεταξύ, μετὰ δοτ. πληθ., ἀθανάτοισι, ζωοῖσι, φθιμένοισι μετεῖναι, Ὅμ.· ἀπολ., οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται, δὲν θὰ ὑπάρξῃ δι’ ἐμὲ ἀνάπαυλα, διακοπὴ πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἰλ. Β. 386. ΙΙ. ἀπροσ., μέτεστί μοί τινος, ἔχω μέρος τινὸς πράγματος, μετέχω τινὸς ἢ ἔχω ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, Διὸς Καρίου ἱρὸν ἀρχαῖον, τοῦ Μυσοῖσι... καὶ Λυδοῖσι μέτεστι Ἡρόδ. 1. 171· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ποιηταῖς τε καὶ πεζογράφοις, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος; Αἰσχύλ. Εὐμ. 575· κἀμοὶ πόλεως μ. Σοφ. Ο. Τ. 630, πρβλ. Ἀντ. 1072, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1666-7· - οὕτω μετοχ. οὐδ. ἐν χρήσει ἀπολ., οὐδέν... Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης Ἡρόδ. 9. 54, πρβλ. Θουκ. 1. 28, Πλάτ. Νόμ. 900D, κτλ. 2) ἐνίοτε τὸ μέρος προστίθεται κατ’ ὀνομαστ., ὁκόσον δέ μοι μέρος [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1299, Πλάτ. Παρμ. 163C μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον (ἴδε ἴσος ΙΙ. 2), Θουκ. 2. 37, πρβλ. 5. 47· ἐμοὶ τοὺτων οὐδὲν μ. Πλάτ. Ἀπολ. 19C. 3) μετ’ ἀπαρ., τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν...; θὰ εἶναι μέρος τῆς φύσεως αὐτοῦ νὰ ἀγαπᾷ τὸ ψεῦδος; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Β.