εὐρύνω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
(εὐρύς)
A make wide or broad, εὔρυναν ἀγῶνα cleared the arena (for dancing), Od.8.260; τὸ μέσον εὐ. leave a wide space in the middle, Hdt.4.52; εὐ. τοὺς μυκτῆρας dilate them, X.Eq.1.10; αὔλακας εὐ. Theoc.13.31; widen a wound, ὄνυξι App.BC2.99; στήθεα Opp.C. 3.442:—Pass., to be widened, become wider, Ph.2.112, D.P.92, Luc. Electr.6; γῆς -ομένης ὑπὸ πνευμάτων καὶ ὑδάτων, of the formation of valleys, Ocell.3.4. 2 metaph., extend, ξενίου δαίμονος ἐργασίην AP7.698 (Christod.).
German (Pape)
[Seite 1095] breit machen, erweitern, ausdehnen, καλὸν δ' εὔρυναν ἀγῶνα, sie räumten den Kampfplatz aus, daß den Kämpfern Nichts im Wege stehe, Od. 8, 260; sp. D., wie στήθεα Opp. C. 3, 442; αὔλακας, breite Furchen machen, Theocr. 13, 31; χείλεα, die Lippen auseinanderziehen, den Mund aufsperren, Maced. 16 (XI, 374); in Prosa, τοὺς μυκτῆρας Xen. de re equ. 1, 10; τὸ μέσον εὐρύνειν, einen weiten Raum in der Mitte lassen, Her. 4, 52; Sp., κεῖθεν εὐρυνθεῖσα ἅλμη, von da sich ausbreitend, D. Per. 92.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύνω: (ῡ): μέλλ. -ῠνῶ (εὐρὺς) καθιστῶ τι εὐρύ, πλατύνω, λείηναν δὲ χορόν, καλὸν δ’ εὔρυναν ἀγῶνα, ὁμαλὸν ἐποίησαν τὸν τῆς ὀρχήστρας τὸπον, ἐπλάτυναν δὲ τὸ μέρος ἐν ᾧ ἠγωνίζοντο, Ὀδ. Θ. 260· εὐρύνων τὸ μέσον, ἀφίνων ἐν τῷ μέσῳ εὐρὺ διάστημα, Ἡρόδ. 4. 52· εὐρ. τοὺς μυκτῆρας, διαστέλλειν, Ξεν. Ἱππ.1, 10· αὔλακας εὐρ. Θεόκρ. 13. 31· ἀνοίγω ἕλκος, καθιστῶ αὐτὸ εὐρύτερον, ὄνυξι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 99· στήθεα Ὀππ. Κυν. 3. 442. - Παθ., εὐρύνομαι, γίνομαι εὐρύτερος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 1, 24. 2) μεταφ., ἐκτείνω, ξενίου δαίμονος ἐργασίην Ἀνθ. Π. 7. 698. - Παθ., ἐκτείνομαι εἰς μακρὰν ἔκτασιν, Διον. Π. 92, Λουκ. Ἀλεκτρ. 6.