ἐξαμελέω

From LSJ
Revision as of 10:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰμελέω Medium diacritics: ἐξαμελέω Low diacritics: εξαμελέω Capitals: ΕΞΑΜΕΛΕΩ
Transliteration A: exameléō Transliteration B: exameleō Transliteration C: eksameleo Beta Code: e)camele/w

English (LSJ)

   A to be utterly careless of, τινός Hdt.1.97: abs., show no care, be negligent, ἐπὶ τῶν γυναικῶν Arist.Pol.1269b22:—Pass.impers., ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων no care is taken .., Id.EN1180a27; ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Plu.Cam.18; ἐξαμελουμένων [τῶν παίδων] being uncared for, Arist.EN1180a30; -ούμενον ἅπαν χεῖρον γίγνεται Thphr.HP3.2.2.

German (Pape)

[Seite 867] ganz vernachlässigen, τῶν ἑωυτοῦ Her. 1, 97; Sp.; absol., Plut. Art. 22; pass., ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Cam. 18; aber Arist. Eth. 10, 9 ἐν ταῖς πόλεσιν ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων = man bekümmert sich nicht darum.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰμελέω: παραμελῶ ἐντελῶς, τῶν ἐωυτοῦ ἐξημεληκότα Ἡρόδ. 1. 97· ἀπολ., δεικνύω ἀμέλειαν, ἀδιαφορίαν, ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν (ὁ νομοθέτης) Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 6. - Παθ., ἀπροσώπ., ἐν δὲ ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων, παρημελήθησαν τὰ τοιαῦτα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπ., ἐξαμελουμένων τῶν παίδων, παραμελουμένων, αὐτόθι 14, Πλουτ. Κάμιλλ. 18.