κόρυς

From LSJ
Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρῠς Medium diacritics: κόρυς Low diacritics: κόρυς Capitals: ΚΟΡΥΣ
Transliteration A: kórys Transliteration B: korys Transliteration C: korys Beta Code: ko/rus

English (LSJ)

ῠθος, ἡ, acc.

   A κόρῠθα Il.11.351, al., E.Ba.1186 (lyr.), κόρυν Il. 13.131, Luc.DDeor.20.10, Philostr.Her.12.1; poet.dat. pl. κορύθεσσι S.Ant.116 (lyr.):—helmet, freq. in Hom. (esp. in Il.); αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων 13.341; κ. χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, 15.535, Od.24.523; τετράφαλος Il.22.315; ἱπποδάσεια 3.369.    II scalp of a lion, E.l.c.

German (Pape)

[Seite 1488] υθος, ἡ, acc. κόρυθα u. κόρον, Hel m, Sturmhaube; Hom. oft; χαλκήρης, ἱπποδάσεια, Il. 15, 535, λαμπραί, 17, 269, u. ä., also von Metall u. dadurch von der ledernen κυνέη unterschieden, obwohl Agamemnons Helm, 12, 184 ff., κυνέη u. κόρυς heißt; σύν θ' ἱπποκόμοις κορύθεσσιν Soph. Ant. 116; Eur. braucht es auch für Kopf, ἄρτι γένυν ὑπὸ κόρυθ' ἁπαλότριχα βάλλει Bacch. 1186. – Κόρυν steht Il. 13, 131. 16, 215 u. Luc. D. D. 20, 10. – Nach den VLL. auch = κόρυδος.

Greek (Liddell-Scott)

κόρῠς: -ῠθος, ἡ· αἰτ. κόρῠθα Ὅμ. καὶ Εὐρ. ἐν Βάκχ. 1185· κόρυν Ἰλ. Ν. 131., Π. 215, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 10, κτλ.· ποιητ. δοτ. κορύθεσσι Σοφ. Ἀντ. 116· (√ΚΑΡ, κάρα) ― περικεφαλαία, κράνος, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.)· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χαλκοῦ, χαλκείη, χαλκήρης, καὶ οὕτω διακρινομένη ἀπὸ τῆς ἐκ δέρματος κυνέης (ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἰσχύει πανταχοῦ· ἴδε ἐν λέξ. κυνέη)· ἔχουσα καὶ τεμάχια διὰ τὰς παρειάς, χαλκοπάρηος, καὶ λόφον ἐκ τριχῶν ἵππου, ἵππουρις. ἱππόκομος, ἱπποδάσεια (πρβλ. λόφος)· καὶ κεκοσμημένη διὰ φάλων, πρβλ. ἀμφίφαλος, τετράφαλος. ΙΙ. ἡ κεφαλή, Εὐρ. Βάκχ. 1185.