μνημονικός

From LSJ
Revision as of 10:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημονικός Medium diacritics: μνημονικός Low diacritics: μνημονικός Capitals: ΜΝΗΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: mnēmonikós Transliteration B: mnēmonikos Transliteration C: mnimonikos Beta Code: mnhmoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for remembrance or memory, τὸ μ., = μνήμη, memory, X.Oec.9.11, cf. Arist.Top.159b29; also τὸ μ. τέχνημα artificial memory, 'memoria technica', Pl.Hp.Mi. 368d; τὸ μ. alone, X.Smp.4.62, Pl.Hp.Ma.285e; invented by Simonides, acc. to Marm.Par.70; τὰ μ. Arist.de An.427b19, cf. [Cic.] ad Herenn.3.17.30; τὸ μ. παράγγελμα rules for such a memory, Arist.Insomn.458b21; μ. ἁμάρτημα Cic.Att.13.44.2, 14.5.1.    2 for record or reminder, συγγραφή BGU1132.7 (i B. C.).    II of persons, having a good memory, Cratin.154, Ar.Nu.483, Pl.Phdr.274e (Comp.), Aeschin.2.43; τὸ θῆλυ -ώτερον Arist.HA608b13: Sup. -ώτατος D.18.313; opp. ἀναμνηστικός, Arist.Mem.449b6.    III Adv. -κῶς from a well-stored memory, accurately and fully, X.Cyr.5.3.46, Pl.Plt.257b, Aeschin.2.48, D.59.110, Ruf.Interrog.2; συνθεῖναί τι μ. S.E.M.7.347.

German (Pape)

[Seite 194] ein gutes Gedächtniß habend, gut behaltend; im Ggstz von ἐπιλήσμων, Ar. Nub. 475; τοῦτο τὸ μάθημα σοφωτέρους τοὺς Αἰγυπτίους καὶ μνημονικωτέρους παρέξει, Plat. Phaedr. 274 e; ὦ πάντων μνημονικώτατοι, ironisch, die ihr doch sonst an Alles so gut denkt, Xen. An. 7, 6, 38; Folgende; vgl. bes. Plut. Cat. min. 1, wo es neben κάτοχος steht u. dem ἀναμνηστικός entgggstzt ist; – τὸ μνημονικόν, auch mit dem Zusatze τέχνημα, die Erinnerungskunst, Mnemonik, Plat. Hipp. mai. 285 e min. 369 a; τὰ μνημονικά, Xen. Conv. 4, 62; Gedächtnißkraft, Arist. de an. 3, 3; Luc. Alex. 4. – Adv. μνημονικῶς; Plat. Polit. 257 b; κατηγορεῖν, Dem. 59, 110; συνθεῖναι, S. Emp. adv. math. 7, 347.

Greek (Liddell-Scott)

μνημονικός: -ή, -όν, (μνήμων) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀνάμνησιν ἢ μνήμην, τὸ μνημονικὸν = μνήμη, Ξεν. Οἰκ. 9, 11, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5· - ἀλλὰ καὶ τὸ μνημονικὸν (μετὰ τῆς λέξ. τέχνημαἄνευ αὐτῆς) τεχνικὴ μνήμη, memoria technica, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 285Ε, Ἱππ. Ἐλάττων 368D· ἣν λέγεται ὅτι ἐφεῦρεν ὁ Σιμωνίδης, Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 70· οὕτω, τὰ μνημονικά, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 6, πρβλ. Schneid. εἰς Ξεν. Συμπ. 4. 62· τὸ μν. παράγγελμα, ὁ πρὸς τοιαύτην μνήμην κανών, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων καλήν, ἰσχυρὰν μνήμην, ἀντίθετον τῷ ἐπιλήσμων, μν. εἶναι Ἀριστοφ. Νεφ. 483, Πλάτ. Φαῖδρ. 274Ε· μνημονικώτατος Δημ. 329. 25· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀναμνηστικός, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1, 1· ἴδε ἐν λέξ. μνήμη. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἀπὸ μνήμης, ἀπὸ στήθους, μνημ. εἰπεῖν Αἰσχίν. 33. 32, πρβλ. Δημ. 1383. 7. 2) μν. ἐπιπλήττω, ἐπιπλήττω οὕτως ὥστε νὰ μὴ λησμονῇ τις, Πλάτ. Πολιτικ. 257Β.