ἀδύνατος
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ον, I of persons, unable to do a thing, c. inf., Hdt.3.138, Epich.272, E.HF56, etc.; ἀ. εἰπεῖν Arist.Rh.1379a2; ἀ. ὥστε . . Onos.1.13: Comp., τὸν δυνατώτερον τοῦ -ωτέρου [πλέον ἔχειν] Pl.Grg.483d: Sup. -ώτατος, λέγειν Eup.95. 2 abs., without strength, powerless, weakly, Hdt.5.9, E.Ion596, Andr.746; οἱ ἀ. men disabled for service, whether as invalids or paupers, Lys.24 tit., Arist.Ath.49.4; ἐν τοῖς ἀ. μισθοφορεῖν Aeschin.1.103; ἀ. σώματι Lys.2.73; ἀ. χρήμασι poor, Th.7.28; εἴς τι Pl.Hp.Mi.366b; οἱ -ώτατοι persons of no importance, Phld.Herc. 1457.8; of ships, disabled, Hdt.6.16; τὸ ἀ. want of strength, Pl. Hp.Ma.296a; τὰ ἀ. disabilities, D.18.108. II of things, impossible, E.Or.665, Hel.1043; ἐλπίδες unrealizable, Democr.58; τὸ ἀ. Arist.Cael.280b12; ἡ εἰς τὸ ἀ. ἀπαγωγή reductio ad impossibile, APr. 29b5; ὁ διὰ τοῦ ἀ. συλλογισμός, ἡ διὰ τοῦ ἀ. δεῖξις, ib.34b30, 45a35; ἀδύνατα βούλομαι Lync.1.12:—ἀδύνατόν [ἐστι] c. inf., Hdt.1.32, al.; ἀδύνατά [ἐστι] Pi.P.2.81, Hdt.1.91, 6.106, Th.1.59; ἀ. ὑμῖν ὥστε . . Pl.Prt.338c; ὑμέας καταλελάβηκε ἀ. τι βοηθέειν Hdt.9.60; τὰ ἀ. καρτερεῖν E.IA1370; τολμᾶν ἀδύνατα Id.Hel.811; ἀδυνάτων ἐρᾶν Id.HF318, cf. Luc.DDeor.8, etc.; prov., ἀδύνατα θηρᾷς Macar.1.26: Comp. -ώτερον, ἔτι . . εἰ οἷόν τε . . Pl.Tht.192b, cf. Prm.138d: Sup., ὃ δὴ πάντων -ώτατον Id.Phlb.15b. III Adv. -τως without power or skill, feebly, ἀμύνεσθαι Antipho 4.3.3, cf. 3.3.4 (Comp.), Lys.12.3:—ἀ. ἔχειν to be unwell, Pl.Ax.364b; to be unable, c. inf., Arist. Rh.Al.1435a16; ἀ. ἔχει it is impossible, Epicur.Ep.2p.49U.; ἀ. λέγεται it is an impossible story, Phld.Rh.2.122 S.—Rare in poetry: Trag. only in E.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδύνᾰτος: [ῠ], -ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, ἀνίκανος νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ. Ἡρόδ. 3. 138, Ἐπίχ. 130 Ahn., Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 56, κτλ.· - ἀδύνατος εἰπεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7: -Συγκρ. τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου [πλέον ἔχειν] Πλάτ. Γοργ. 483D· ὑπερθ. -ώτατος λέγειν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8. 2) ἀπολ. ἄνευ ἰσχύος, ἀδύνατος, ἀσθενής, Ἡρόδ. 5. 9. Εὐρ. Ἴων 596, Ἀνδρ. 746· - οἱ ἀδύνατοι, οἱ καταστάντες ἀνίκανοι πρὸς ὑπηρεσίαν στρατιωτικὴν εἴτε δι’ ἀσθένειαν εἴτε διὰ πενίαν· πρβλ. Λυσ. ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 323 κἐξ.: - ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισθοφορεῖν, Αἰσχίν. 14, 40· ἀδ. σώματι, Λυσ. 197, 26· ἀδ. χρήμασι, πτωχός, Θουκ. 7. 28· εἴς τι, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 366Β· - οὕτως ἐπὶ πραγμάτων· ὁ παθὼν καιρίαν βλάβην καὶ καταστὰς ἀνίκανος, νέες, Ἡρόδ. 6, 16: - τὸ ἀδ., ἔλλειψις δυνάμεως, ἀδυναμία, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Α· τὰ ἀδ., αἱ ἐλλείψεις, ἀνικανότητες, Δημ. 262. 24. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἀδύνατον εἶναι νὰ τελεσθῶσιν, Εὐρ. Ὀρ, 665., Ἑλ. 1043., Πλάτ., κτλ.· - ἀδύνατα βούλομαι, Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 12· - ἀδύνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 32, καὶ ἀλλ. ἢ ἀδύνατά [ἐστι], ὁ αὐτ. 1. 91, 6. 106, Θουκ. ἀδ. τινὶ ὥστε..., Πλάτ. Πρωτ. 338C: τὸ ἀδ., = τὸ ἀδύνατον, Ἡρόδ. 9. 60. Ἀττ. - τὰ ἀδ. καρτερεῖν, Εὐρ. Ι. Α. 1370· τολμᾶν ἀδύνατα, ὁ αὐτ. Ἑλ. 811· - ἀδυνάτων ἐρᾶν, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 318: - Συγκρ. ἀδυνατώτερον ἔτι..., εἰ οἷόν τε, Πλάτ. Θεαίτ. 192Β· πρβλ. Παρμ. 138D·- ὑπερθ., ὃ δὴ πάντων ἀδυνατώτατον, ὁ αὐτ. Φίληβ. 15Β. ΙΙΙ Ἐπίρρ. -τως, = ἄνευ δυνάμεως ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀσθενῶς· λέγεσθαι, Ἀντιφῶν 122. 42, ἀμύνεσθαι, ὁ αὐτ. 127. 26: - ἀδ. ἔχειν, = εἶμαι ἀσθενής, Πλάτ. Ἀξ. 364Β. ἢ εἶμαι ἀνίκανος, μετ’ ἀπαρεμ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 25, 3· - ἐν ὀλίγῃ χρήσει παρὰ ποιηταῖς, καὶ ἐκ τῶν Τραγικῶν μόνον παρ’ Εὐριπίδῃ.