κατοικοδομέω

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικοδομέω Medium diacritics: κατοικοδομέω Low diacritics: κατοικοδομέω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: katoikodoméō Transliteration B: katoikodomeō Transliteration C: katoikodomeo Beta Code: katoikodome/w

English (LSJ)

   A build upon or in a place, τι δημόσιον X.Ath.3.4; τὰς ὁδούς Arist.Ath.50.2:—Pass., of the place, to be built on, LXX Ge.36.43, Str.5.4.5.    II squander in building, Plu.Publ.15 (but simply, use in building, πλίνθου τῆς -δομηθείσης PPetr.3p.141 (iii B.C.)).    III shut up in a house, Is.8.41 (s.v.l.), cf. Harp.s.v. κατῳκοδόμησε.    2 Pass., to be built up. blocked up, σανίσι D.C.66.25.

German (Pape)

[Seite 1403] bebauen, ein Gebäude worauf errichten, Xen. Ath. 3, 4; τῶν χωρίων κατοικοδομηθέντων Strab. V, 245; – verbauen, einsperren, Is. 8, 41, nach Harpocr. κατέκλεισεν εἰς οἴκημα.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐπί τινος ἢ ἔν τινι τόπῳ, οἰκοδομῶν καταλαμβάνω τι, Ξεν. Ἀθην. 3. 4.― Παθ., ἐπὶ τόπου, οἰκοδομοῦμαι ἐπί τινος, Στράβ. 245. ΙΙ. οἰκοδομῶν φθείρω, δηλ. δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς οἰκοδομάς, Πλουτ. Ποπλικ. 15· ἴδε κατὰ Ε. VI. ΙΙΙ. κλείω δι’ οἰκοδομῶν, Ἰσαῖ. 73. 34.