ἐναυξάνω
From LSJ
English (LSJ)
aor. 1 ἐνηύξησα,
A increase, ἐπιθυμίαν ἀρετῆς X.Cyn.12.9:— Pass., c. dat., grow in... τρυφῇ Hdn.2.10.6; ἐναύξομαι, v. l. for ἀέξομαι, Emp.106.
German (Pape)
[Seite 830] (s. αὐξάνω), darin vermehren, wachsen lassen, οἱ πόνοι ἐπιθυμίαν ἀρετῆς ἐνηύξησαν Xen. Cyn. 12, 9. – Pass., darin zunehmen, τινί, Sp., wie Hdn. 2, 10, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναυξάνω: κάμνω τι ν’ αὐξήσῃ, οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν... ἀρετῆς ἐνηύξησαν Ξεν. Κύν. 12. 9. ― Παθ., μετὰ δοτ., αὐξάνομαι, μεγαλώνω ἔν τινι, ἐναυξηθέντες τρυφῇ Ἡρῳδιαν. 2. 10· οὕτως ἐναύξομαι, διάφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἀέξομαι, Ἐμπεδ. 375.