πλαγκτός

From LSJ
Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαγκτός Medium diacritics: πλαγκτός Low diacritics: πλαγκτός Capitals: ΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: planktós Transliteration B: planktos Transliteration C: plagktos Beta Code: plagkto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν A.Ag.593 : (πλάζω A) :—poet. Adj.

   A wandering, roaming, of ships, Id.Pers.277 (lyr.) ; πλαγκτὰ δ' ὡσεί τις νεφέλα E.Supp.961 (lyr.); π. ὕδωρ, of the Euripús, AP9.73 (Antiphil.) ; ἰός ib.6.75 (Paul. Sil.); πλαγκτὰν ὁδόν a devious route, Hymn.Is.149.    b π. ἄστρὰ, = πλάνητες, Alex.Eph. ap. Theo Sm.p.140 H.    2 metaph., wandering in mind, erring, distraught, Od.21.363, A.Ag.593.    II Πλαγκταὶ πέτραι rocks near Scylla and Charybdis, Od.12.59sqq., 23.327; later identified with the Συμπληγάδες or Κυάνεαι of the Bosporus, Hdt.4.85, Arr.Peripl.M.Eux.25, Eratosth. ap. Sch.E.Med.2, etc.; but also with the volcanic islands of Lipari, A.R.4.924, cf. Apollod.1.9.25.

German (Pape)

[Seite 623] in die Irre getrieben, irrend, umherschweifend, unstät; so Πλαγκταί, die Irrfelsen, Od. 12, 61, auch πλαγκταὶ πέτραι, 23, 327; vgl. Her. 4, 85; πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσιν, Aesch. Pers. 269; πλαγκτὰ νεφέλα, Eur. Suppl. 961. – Uebertr., geistesverwirrt, verrückt, Od. 21, 363. – S. auch πλάξ.

Greek (Liddell-Scott)

πλαγκτός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593· (πλάζομαι)· ― ποιητ. ἐπίθ., πλανώμενος, περιφερόμενος, ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. Πέρσ. 277 (ἴδε ἐν λ. δίπλαξ)· πλαγκτὰ δ’ ὡσεί τις νεφέλα Εὐρ. Ἱκέτ. 961· πλ. ὕδωρ, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Ἀνθ. Π. 9. 73· ἱὸς αὐτόθι 6. 75· πλαγκτὴν ὁδόν, ἐκκλίνουσαν τῆς ὀρθῆς, πλαγίαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 59: πρβλ. 29· ― ἴδε ἐν λέξει πλάξ. 2) μεταφορ., ὁ κατὰ τὸν νοῦν πλανώμενος, παραπλήξ, ἔμπληκτος, παράφρων, Ὀδ. Φ. 363, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Πλαγκταὶ πέτραι εἶναι βράχοι πέραν (δηλ. πρὸς δυσμὰς) τῆς Σκύλλης καὶ Χαρύβδεως ἐπικρεμάμενοι ἄνωθεν, (ἐπηρεφέες) καὶ παρέχοντες τοσοῦτον στενὴν δίοδον ὥστε καὶ πτηνὰ νὰ μὴ δύνωνται νὰ διέρχωνται διὰ μέσου, Ὀδ. Μ. 59 κἑξ., πρβλ. Ψ. 327· παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσιν αὗται συνεχέοντο πρὸς τὰς Συμπληγάδας ἢ Κυανέας τοῦ Βοσπόρου, Ἡρόδ. 4. 85, Ἀρρ. Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. ἐν τέλ., Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 2, Πλίν. 6. 13· ἀλλὰ διὰ τὸ πῦρ καὶ τὸν καπνὸν τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς αὐτάς, (Ὀδ. Μ. 68, 218), ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ὑπέλαβεν ὅτι ὁ Ὅμ. ἔλεγε τὰς ἡφαιστειώδεις νήσους Λιπάρας, Δ. 924 κἑξ., πρβλ. Ἀπολλόδ. 1. 9, 25· ― ὁ Ὅμ. δὲν παριστάνει τὰς Πλαγκτὰς ὡς κινουμένας, ὥστε πιθανῶς τὸ ὄνομα ἔχει ἐνεργ. σημασ. παρ’ αὐτῷ, = αἱ πλανῶσαι, ἀπατῶσαι (τοὺς ναυτιλλομένους).