πεζέταιροι

From LSJ
Revision as of 10:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζέταιροι Medium diacritics: πεζέταιροι Low diacritics: πεζέταιροι Capitals: ΠΕΖΕΤΑΙΡΟΙ
Transliteration A: pezétairoi Transliteration B: pezetairoi Transliteration C: pezetairoi Beta Code: peze/tairoi

English (LSJ)

οἱ,

   A foot-guards in the Macedon. army (cf. ἑταῖρος), D.2.17, Anaximen. Lampsac.4J., Plu.Flam. 17, 2.197c.

German (Pape)

[Seite 542] οἱ, eine aus erlesenem Fußvolk gebildete, zu einer Art Leibwache bestimmte Schaar im macedonischen Heere, zum Unterschiede von den Garde-Reitern, die schlechtweg ἑταῖροι heißen, Dem. 2, 17, Plut. Flam. 17. In B. A. 289 wird erkl. οἱ περὶ τὸ σῶμα τοῦ Φιλίππου φρουροί· ἦσαν δὲ οὗτοι καὶ πρῶτοι καὶ ἰσχυροί.

Greek (Liddell-Scott)

πεζέταιροι: οἱ, οἱ πεζοὶ σωματοφύλακες τοῦ Μακεδον. στρατοῦ, οἱ δὲ ἔφιπποι σωματοφ. ἐκαλοῦντο ἁπλῶς ἑταῖροι, Δημ. 23, 2, Πλουτ. Φλαμιν. 17., 2. 197C· πρβλ. Thirlw. Ἱστορ. τῆς Ἑλλάδ. τ. 5. σ. 179. - Κατὰ Φώτ. «Πεζέταιροι: Δημοσθένης ἐν Φιλιππικοῖς· Ἀναξιμένης δὲ ἐν πρώτῳ Φιλιππικῶν περὶ Ἀλεξάνδρου λέγων φησίν· ἔπειτα τοὺς μὲν ἐνδοξοτάτους ἱππεύειν συνεθίσας, ἑταίρους προσηγόρευσεν, τοὺς δὲ πλείστους καὶ τοὺς πεζούς .. πεζεταίρους ὠνόμασεν».