συμμύω

From LSJ
Revision as of 10:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμύω Medium diacritics: συμμύω Low diacritics: συμμύω Capitals: ΣΥΜΜΥΩ
Transliteration A: symmýō Transliteration B: symmyō Transliteration C: symmyo Beta Code: summu/w

English (LSJ)

   A shut up, close, of wounds, σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν Il.24.420; of the eyelids, Pl.Ti.45e; ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς looking up with open lips or down with closed lips, Id.R.529b (hence, to be silent, ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν prob. in Plb.30.32.8); also of other openings, as of the os uteri, Hp.Aph.5.51, Arist. HA582b19, al.; of pores, Pl.Phdr.251b; of bivalve shell-fish, Epich.42, Arist.HA535a18; of the 'sleep' of plants, Thphr.CP2.19.1, al., Gp.11.20.3; of shields which 'give' under a blow, Thphr. HP5.3.4; of the double reed of a musical instrument, ib.4.11.4; of green wood, ib.5.6.3.

German (Pape)

[Seite 983] intrans., sich zuschließen; σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν, Il. 24, 420; ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς, Plat. Rep. VIII, 529 b; ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα, zusammengeschlossen, gedrängt, Phaedr. 251 b, Arist. physiogn. 3 setzt ὄμμα συμμύον dem ἀνεπτυγμένον entgegen. – Auch die Lippen schließen, d. i. schweigen, ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν, Pol. 31, 8, 8, Em. für συμμίξαντες.

Greek (Liddell-Scott)

συμμύω: μέλλ. -ύσω, συγκλείομαι, κλείομαι, ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, σὺν δ’ ἕλκεα πάντα μέμυκε Ἰλ. Ω. 420· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν βλεφάρων καὶ τῶν χειλέων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Τίμ. 45Ε· καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου, κάτω συμμεμυκώς, ἐστραμμένος πρὸς τὰ κάτω μὲ κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529Β (ἐντεῦθεν, σιωπῶ, Πολύβ. 31. 8, 8)· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, οἷον ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας ἐγκύων γυναικῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν πόρων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β· ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἐπίχ. 23 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 32· ἐπὶ φυτῶν καὶ ἀνθέων, Θεόφρ., κλπ.