συγκαθίζω

From LSJ
Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθίζω Medium diacritics: συγκαθίζω Low diacritics: συγκαθίζω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: synkathízō Transliteration B: synkathizō Transliteration C: sygkathizo Beta Code: sugkaqi/zw

English (LSJ)

   A make to sit together or in a body, τὰ συνέδρια Hell.Oxy.11.4; τὸν λαόν LXX Ex.18.13:—Med. or Pass., sit in conclave, meet for deliberation, σ. τὸ δικαστήριον X.HG5.2.35, cf. D.Prooem.23 (v.l. -καθεζ-).    II intr. in Act., sit together, Lib.Or.11.216.    2 settle down in a boiling pot, PHolm.19.8.    III sit or settle down, of quadrupeds that lie down by doubling their legs under them, Arist. HA498a9; σ. ἐπὶ τὰ ὄπισθεν ib.578a21, cf. LXX Nu.22.27; σῶμα συγκεκαθικός a bent, stooping figure, Arist.Phgn.807b5; of men, crouch down, Plu.Arat.21; of women, Thessalus in Cat.Cod.Astr. 8(3).147; also τὰ νέφη εἰς τὰ κοῖλα σ. Thphr.Sign.3.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἵζω), dabei, daneben, zusammen setzen, sitzen; σῶμα συγκεκαθικός, Ggstz von ἐπισπερχές, Arist. physiogn. 3; intrans., Plut. Arat. 21; med., Luc. de merc. cond. 33; u. so ist auch ξυνεκαθίζετο Xen. Hell. 5, 2, 35 richtige Lesart.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθίζω: μέλλ. -ιζήσω, κάμνω τινὰ νὰ καθίσῃ ὁμοῦ ἢ ἐν σώματι, τὸν λαὸν Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 13). -Μέσ. ἢ παθ., καθίζω ἐν συνελεύσει, συνέρχομαι πρὸς διάσκεψιν, σ. τὸ δικαστήριον Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 35, πρβλ. Δημ. 1434. 6. ΙΙ. ἀμεταβ., = τῷ μέσῳ, καθίζω μετά τινος, πλησίον τινός, παρά τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33. 2) καθίζω κάτω, ἐπὶ τῶν τετραπόδων ὅσα καθίζουσι κάμπτοντα ἢ συμπτύσσοντα τοὺς πόδας ὑπὸ τὸ σῶμά των, οἷονγαλῆ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· σ. ἐπὶ τῶν ὄπισθεν αὐτόθι 6. 27, πρβλ. Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΒ΄, 27), καὶ ἴδε συγκάμπτω· σῶμα συγκεκαθικός, συγκεκλιμένον, κεκυρτωμένον, Ἀριστ. Προβλ. 3. 2· ἐπὶ ἀνθρώπων, ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλουτ. Ἄρατ. 21· ὡσαύτως, τὰ νέφη σ. εἰς τὰ κοῖλα Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 3.