φροῦδος
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον S.El.807, E.IT154 (lyr.), Plu.2.263a: (contr. from πρὸ ὁδοῦ, as φροίμιον from προοίμιον, φρουρός from *προορός): —
A gone away, clean gone (as Hom. says in full, οἱ δ' ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, Il.4.382): 1 of persons, gone, fled, departed, φ. ἐστι S.Ant.15, etc.; φ. ἐξ οἴκων, δόμων ἄπο, E.Alc.94 (lyr.), Andr.73; σκηνὰς ἐς ἱεράς Id.Ion804; βεβᾶσι φ. Id.IT1289; οἴχεται φ. Ar.Ach.210 (lyr.); c. part., φροῦδοί [εἰσι] διώκοντές σε they are gone in pursuit, S.Ph.561; φ. ἀναρπασθείς Id.El.848 (lyr.); φ. ἐξῳκισμένοι Ar.Pax197; φ. ἦ πλέων Antipho 5.29; also of the dead, φ. αὐτὸς εἶ θανών S.El.1152; Ἀντίλοχος αὐτῷ φ. Id.Ph.425, cf. E.Tr.41, al.; φ. ἐς Ἅιδην Id.Med.1110 (anap., folld. by θάνατος wh. is corrupt). b undone, ruined, ib.722, Heracl.703 (anap.), Or. 390. 2 of things, gone, vanished, φροῦδα τἀπειλήματα S.OC660; οὑμοὶ λόγοι πρὸς αἰθέρα φ. E.Hec.335; φ. σοι θυσίαι Id.Tr.1071 (lyr.); ἐλπίδες Id.Ion866 (anap.); τὰ δ' ἐν δόμοις δαπάναισι φ. Id.HF592; φρούδη μὲν αὐδή, φροῦδα δ' ἄρθρα they are gone, i.e. refuse their office, Id.Andr.1078, cf. Ar.Nu.718 (anap.).—Rarely found in any case but nom. sg. and pl.: gen. sg. once in S., Aj.264.—Trag. word, once in Antipho l.c.; freq. in later Prose, as Luc.Merc.Cond.24, Aristid. 1.161J.: acc. is found in Plu.Pyrrh.31, 2.405f.
German (Pape)
[Seite 1309] 3, auch 2 Endgn (zsgz. aus πρὸ ὁδοῦ, wie φροίμιον aus προοίμιον), fürder des Weges, fort, hinweg; φροῦδός ἐστι, er ist fort, entflohen (vgl. Il. 4, 382 οἱ δ' ᾤχοντ' ἠδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο), Aesch. Suppl. 843; Soph. Phil. 557 u. oft; φροῦδος ἦν πλέων εἰς – Antiph. 5, 29; φροῦδοι ἐξῳκισμένοι Ar. Av. 197; φροῦδος αὐτὸς εἶ θανών Eur. El. 1152. – Auch von Sachen, ἐλπίδες φροῦδοι Eur. Ion 866, die Hoffnungen sind entschwunden; φρούδη μὲν αὐδή, φροῦδα δ' ἄρθρα, die Stimme ist weg, die Füße sind dahin, versagen ihre Dienste, Androm. 1078; φρούδου κακοῦ Soph. Ai. 257. Andere Casus scheinen nicht vorzukommen. – Adv. φρούδως.
Greek (Liddell-Scott)
φροῦδος: η, ον.· καὶ ος, ον, Σοφοκλ. Ἠλ. 807, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 154, Πλούτ.· (κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ πρὸ ὁδοῦ, ὡς τὸ φροίμιον ἐκ τοῦ προοίμιον, φρουρὸς ἐκ τοὺ προορὸς)· ― ὁ ἀπειθών, προχωρήσας ὥστε νὰ μὴ φαίνηται πλέον, (ὡς ὁ Ὅμ. λέγει ἐν τῇ ἀσυναιρέτῳ μορφῇ, οἱ δ’ ᾤχοντ’ ἠδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, «προὐγένοντο, προῆλθον, (κατὰ τῆς ἐπὶ Θήβας ὁδοῦ» (Σχόλ.) Ἰλ. Δ. 382)· 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀναχωρήσας, ἀπελθών, φυγών, φροῡδός ἐστι. φρ. γίγνεται Σοφ. Ἀντιγ. 15. κτλ.· φρ. ἐξ οἴκων δόμων ἄπο Εὐρ. Ἄλκ. 94, Ἀνδρ. 73· σκηνὰς ἐς ἱερὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 806· βεβᾶσι φρ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1289· φρ. οἴχεται Ἀριστοφ. Ἀχ. 210· ὡσαύτως μετοχ., φροῡδοί [εἰσι] διώκοντές σε Σοφ. Φιλ. 561· φροῡδος ἀναρπασθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 848· φρ. ἐξῳκισμένοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 197· φρ. ἧν πλέων Ἀντιφῶν 132. 45· ― ὡσαύτως, ἐπὶ τῶν νεκρῶν, φρ. αὐτὸς εἶ θανὼν Σοφ. Ἠλ. 1152, πρβλ. 848· Ἀντίλοχος φρ. αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 425· καὶ συχν. παρ’ Εὐρ. β) κατεστραμμένος, ἀπολεσθείς, Εὐρ. Μήδ. 722, πρβλ. Ἡρακλ. 703, Ὀρέστ. 390. γ) μετὰ γεν., φρ. τῆς ἀπληστίας, ἐλευθερωθεὶς ἐκ τῆς..., Κλήμ. Ἀλεξ. 440. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἀπελθών, ἐξαφανισθείς, «χαμένος», φροῦδα τἀπειλήματα Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 660· φρ. λόγοι πρὸς αἰθέρα Εὐρ. Ἑκ. 335· φρ. σοι θυσίαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1071· ἐλπίδες ὁ αὐτ. ἐν Ἴων 866· τὰ δ’ ἐν δόμοις δαπάναισι φρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 592· φρούδη μὲν αὐδὴ φροῦδα δ’ ἄρθρα, ἐξέλιπον, δηλ. ἐξέλιπεν ἡ δύναμις αὐτῶν, δὲν ἐνεργοῦσι πλέον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρομ. 1078, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 717. ― Σπανίως εὕρηται κατ’ ἄλλην πτῶσιν πλὴν τῆς ὀνομ. τοῦ ἑνικ. καὶ πληθ., διότι σχεδὸν ἀείποτε εὐρίσκεται ὡς κατηγορούμενον μετὰ τὸ ῥῆμα εἰμί· ἀλλὰ παρὰ Σοφ. εὑρίσκεται καὶ ἡ ἑν. γενική, φρούδου γὰρ ἤδη τοῦ κακοῦ μείων λόγος Αἴ. 264· ― Ἀττ. ποιητικ. λέξις ἐν χρήσει ἅπαξ παρὰ τῷ Ἀντιφῶντι ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ συχνὴ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἶον παρὰ Πλουτ.