ἐΐσκω

From LSJ
Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΐσκω Medium diacritics: ἐΐσκω Low diacritics: εΐσκω Capitals: ΕΪΣΚΩ
Transliteration A: eḯskō Transliteration B: eiskō Transliteration C: eisko Beta Code: e)i/+skw

English (LSJ)

poet. Verb,

   A only pres. and impf. (exc. fut. εἴξω, τίνι [σε] εἴξομεν; Jul.Or.2.52d) :—make like (cf. ἴσκω), αὐτὸν..ἤϊσκεν δέκτῃ he made him like a beggar, Od.4.247, cf. 13.313 :—Pass., δέμας ῖσον ἐΐσκετό τινι he became like, Nonn.D.4.72.    II deem like, liken, τάδε νυκτὶ ἐΐσκει Od.20.362, cf. 11.5.181; Ἀρτέμιδί σε..ἐΐσκω I compare thee to her, Od.6.152, cf. Il.3.197, Sapph.Supp.13.5, Ibyc. Oxy. 1790.45; οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω I do not deem thee like, i.e. take thee for, a wise man, Od.8.159.    2 c. acc. et inf., deem, suppose, οὔ τί σ' ἐΐσκομεν..ἠπεροπῆα ἔμεν 11.363, cf. Il.13.446; ἄντα σέθεν γὰρ Εάνθον..ἠΐσκομεν εῖναι 21.332, cf. Theoc.25.199.    3 abs., ὡς σὺ ἐΐσκεις as thou deemest, Od.4.148. (Ϝε-ϝίκ-σκω, cf. (ϝ) έ- (ϝ) οικ-α, (ϝ) ε- (ϝ) ικ-υῖα.)

Greek (Liddell-Scott)

ἐΐσκω: Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ *εἴκω, ἔοικα, πρβλ. δικεῖν, δίσκος): - καθιστῶ ὅμοιον, (πρβλ. ἴσκω), αὐτὸν... ἤϊσκεν δέκτῃ, κατέστησεν ὅμοιον πρὸς ἐπαίτην, Ὀδ. Δ. 247, πρβλ. Ν. 313: - Παθ., δέμας ἶσον ἐΐσκετό τινι, κατέστη ὅμοιος, Νόνν. Δ. 4. 72, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. ΙΙ. θεωρῶ τι ὅμοιον πρός, παρομοιάζω, τάδε νυκτὶ ἐΐσκει, «τὰ γὰρ κατ’ οἶκον νυκτὶ εἰκάζει» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 362, πρβλ. Ἰλ. Ε. 181· Ἀρτέμιδί σε... ἐΐσκω, σὲ παρομοιάζω πρὸς τὴν Ἄρτεμιν, Ὀδ. Ζ. 152, πρβλ. Ἰλ. Γ. 197· οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων, δέν σε νομίζω ὡς ἄνθρωπον ἔμπειρον τῆς ἀθλητικῆς, «τὸ δαήμων ἄθλων, περίφρασίς ἐστι τοῦ ἀθλητὴρ» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 159. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. θεωρῶ, ὑποθέτω, οὔ σε ἐΐσκομεν... ἠπεροπῆα ἔμεν Λ. 363, πρβλ. Ἰλ. Ν. 446· ἄντα σέθεν γὰρ Ξάνθον... ἠΐσκομεν εἶναι Φ. 332, πρβλ. Θεόκρ. 25. 199. 3) ἀπολ., ὡς σὺ ἐΐσκεις, καθὼς σὺ νομίζεις, Ὀδ. Δ. 148· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.