καταστατικός
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for calming, ἔννοιαι Eust.1041.20; τὸ κ. power to calm, of music, Plu.Lyc.4; cf. καταστηματικός 11. 2 = ἀποκαταστατικός 1, μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(1).247. 3 -κόν, τό, perh. banker's charge for weighing, PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. -κῶς, = ἀνηπλωμένως καὶ ἀφηγηματικῶς, Aps. p.243 H., al.: Comp. -ώτερον, διηγεῖσθαι Sch.E.Hipp.392; διαβάλλειν ib.616.
Greek (Liddell-Scott)
καταστατικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν δύναμις, ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ κόσμιον ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο λεληθότως τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6.