χειρουργία

From LSJ
Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρουργία Medium diacritics: χειρουργία Low diacritics: χειρουργία Capitals: ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: cheirourgía Transliteration B: cheirourgia Transliteration C: cheirourgia Beta Code: xeirourgi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Ar.Lys.673, etc.; opp. γνώμη and γνῶσις (theory), Hp. Morb.1.6, Pl.Plt.259 e; opp. ξύνεσις, Id.Amat.135b.    II ahandicraft or art, Id.Plt.258d, 277c; τῶν ζωγράφων . . ἡ καλὴ χ. Anaxandr. 33.1: pl., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς Pl.Smp.203a, cf. Grg. 450b.    2 esp. the art or practice of surgery, opp. the administration of medicine, χειρουργίῃ χρῆσθαι perform an operation, Hp.Prog. [23]; χειρουργίην ἐν γραφῇ διηγεῖσθαι the mode of operation, Id.Art. 33, cf. D.S.5.74, Ph.1.253, Dsc.5.15, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Sor.1.12, etc.

German (Pape)

[Seite 1347] ἡ, das Arbeiten mit den Händen, Ar. Lys. 673; γραφῆς καὶ συμπάσης χειρουργίας Plat. Polit. 277 c; die Ausübung eines Handwerkes oder einer Kunst, περὶ τεκτονικὴν καὶ σύμπασαν χειρουργίαν 258 d; Ggstz γνῶσις, 259 e; vgl. noch Conv. 203 a; bes. die Wundarzneikunst, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρουργία: ἡ, ἔργον γινόμενον διὰ τῶν χειρῶν, ἄσκησις τέχνης, ἢ χειρωνακτικοῦ ἐπαγγέλματος, ἐμπειρίαδεξιότης ἐν αὐτῷ, Ἀριστοφ. Λυσ. 673, Πλάτ., κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γνῶσις (θεωρία), Πλάτ. Πολιτικ. 259Ε· πρὸς τὸ λέξις, αὐτόθι 277C· πρὸς τὸ σύνεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντεραστ. 135Β. ΙΙ.τέχνη, δεξιότης χειρῶν, οἷον ἡ τεκτονικὴ ἢ καὶ αὐταὶ αἱ καλαὶ τέχναι, οἷον ἡ γραφική, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D, 277C· τῶν ζωγράφων..ἡ καλὴ χ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 1· πληθ., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινὰς Πλάτ. Συμπ. 203Α, πρβλ. Γοργ. 450Β. 2) μάλιστατέχνη ἢ ἄσκησις τῆς ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίας χειρουργικὴ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ τῶν φαρμάκων θεραπείαν, χειρουργίῃ χρῆσθαι, ἐκτελεῖν ἐγχείρησιν, Ἱππ. Προγν. 45· χειρουργίην γραφῇ διηγεῖσθαι, τὸν τρόπον τῆς ἐγχειρήσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 798· συχν. παρὰ Γαλην., κλπ.