κατεπείγω

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπείγω Medium diacritics: κατεπείγω Low diacritics: κατεπείγω Capitals: ΚΑΤΕΠΕΙΓΩ
Transliteration A: katepeígō Transliteration B: katepeigō Transliteration C: katepeigo Beta Code: katepei/gw

English (LSJ)

   A press down, χαλεπὸν κατὰ γῆρας ἐπείγει Il.23.623.    2 press hard, οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν his creditors were pressing him hard, D.33.6, cf. Th.1.61; κατεπείγει ὕδωρ ῥέον the ebbing water (of the clepsydra) urges him on, Pl.Tht.172e; ἡ φιλοτιμία κατήπειγεν αὐτόν Id.Ep.338e: c. acc. et inf., οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ κατεπεῖγον τὸ μὴ . . σκοπεῖν Id.Lg.781e; οὐδὲν ὑμᾶς κ. ἀκοῦσαι D.24.18; τὸ -επεῖγον πράττειν X.Mem.2.1.2; τὰ ἀναλώματα τὰ -επείγοντα PFlor.161.5 (iii A.D.); τὸ κ. alone, the urgent symptom, Gal.17(2).426; οὔτε τι κωλύει οὔτε -επείγει Hp.Fract.14; τὰ μάλιστα -επείγοντα Isoc.8.132, cf. Plb.1.66.6; τῶν ἐν ἐκείνῳ μὲν τῷ χρόνῳ πραχθέντων, ῥηθῆναι δὲ νῦν οὐ -επειγόντων not urgently requiring mention, Isoc.12.192; τῆς ὥρας -επειγούσης Plb.3.99.9; θόρυβος φόβος μετὰ φωνῆς -επείγων Stoic.3.98:—Pass., to be pressed, Hyp.(?)Oxy.1607.43, Phld.Rh.1.138 S.; περί τινος PCair.Zen.530 (iii B.C.).    II intr., hasten, make haste, ἕπου κατεπείγων Ar.Ec.293: c. inf., Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον ξυνάψαι were in no haste, X.HG4.2.18; οὐδέν κω κατεπείγων αὐτὸς ἥκειν prob. in Hdt.8.126.    III Med., hasten, ἐκ Κορίνθου Ἀθήναζε Alciphr.3.51.    2 c. gen., to be anxious, long for... Plb.5.37.10, 30.5.9: also c. dat., press for, τῷ ἐφοδίῳ PSI6.603.22 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1396] drängen, antreiben. beschleunigen; Hom. in tmesi, χαλεπὸν κατὰ γῆρας ἐπείγει Il. 23, 623; οὐδενὸς κατεπείγοντος ἥκειν, unangetrieben, Her. 8, 126; κατεπείγει ὕδωρ ῥέον Plat. Theaet. 172 d, dgl. Legg. VI, 781 e; Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον τὴν μάχην ξυνάψαι Xen. Hell. 4, 2, 18, wo es auch intrans. sein kann, »sie eilten nicht«; Πομπηΐου κατεπείξαντος, auf Betrieb des P., Plut. Sert. 19; bedrängen, Thuc. 1, 61; οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν Dem. 33, 6; ὑμᾶς ἀκοῦσαι 24, 18, vgl. 28; κατεπείγειν τὸν κυβερνήτην ὁρμίζειν Pol. 6, 44, 6; τὰ κατεπεί. γοντα, das Dringendste, was Noth thut, Noth, Bedürfniß, Xen. Mem. 2, 1, 2; Isocr. 5, 25; Luc. Tim. 48; Plut. Pericl. 27; τὰ κατεπείγοντα πρὸς τὴν χρείαν Pol. 1, 21, 4; κ. ἡ ὥρα, die Zeit drängt, 3, 99, 9. – Pass. eilen, sich beeilen, Ἀθήναζε Alciphr. 3, 51; – dringendes Verlangen wonach haben, τῆς ξυμμαχίας Pol. 30, 5, 9, vgl. 5, 37, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπείγω: μέλλ. -ξω, πιέζω, καταπιέζω, χαλεπὸν κατὰ γῆρας ἐπείγει Ἰλ. Ψ. 623. 2) ἰσχυρῶς πιέζω, βιάζω, ἀναγκάζω, οὐδενὸς κατεπείγοντος αὐτοὺς Ἡρόδ. 8. 126· οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν, οἱ δανεισταί του τὸν ἐβίαζον, τὸν ἔπνιγον, ἐστενοχώρουν, Δημ. 894. 7, πρβλ. Θουκ. 1. 61· κατεπείγει ὕδωρ ῥέον, ἡ ῥεῦσις τοῦ ὕδατος (τῆς κλεψύδρας) ἀναγκάζει αὐτὸν νὰ προχωρῇ, Πλάτ. Θεαίτ. 172D· ἡ φιλοτιμία κατήπειγεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 7. 338Ε· ὡς αὐτοὺς κατήπειγεν ἡ Ποτείδαια, ἠνάγκαζεν αὐτοὺς σφόδρα νὰ σπεύσωσι, Θουκ. 1. 61· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., σχολῆς ἀπολαύομεν καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ κατεπεῖγον τὸ μὴ… σκοπεῖν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 781Ε· οὐδὲν κ. ὑμᾶς ἀκοῦσαι Δημ. 705. 23· ὁ ἥλιος κ. ξηραίνεσθαι τὰς σήψεις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 4.- Μέσ., κατεπείγεσθαί τινος, εἶμαι ἀνήσυχος καὶ ἐστενοχωρημένος περί τινος, μεγάλην καὶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν τινὸς ἔχω, Πολύβ. 5. 37, 10., 30. 5, 9. ΙΙ. ἀμεταβ., σπεύδω, βιάζομαι, ἕπου κατεπείγων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 293· τοῦ Πομπηΐου κατεπείξαντος Πλουτ. Σερτ. 19· οὐδὲν κατεπείγει, οὐδεμία ὑπάρχει βία, Ἱππ. Ἀγμ. 762· τὰ κατεπείγοντα, βιαστικὴ ἀνάγκη, Ἰσοκρ. 185D· ἢν κατεπείγῃ 101Β· τὰ κατεπείγοντα πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 1· 66, 6· κατεπειγούσης τῆς ὥρας 3. 99, 9, κτλ.· τὸ κατεπεῖγον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2· μετ’ ἀπαρ., Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον ξυνάψαι, δὲν «ἐβιάζοντο», δὲν ἔσπευδον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 2, 18· ῥηθῆναι οὐ κατεπειγόντων, δὲν ἀπαιτοῦσι να ῥηθῶσιν ἀμέσως, ἐν σπουδῇ, Ἰσοκρ. 273Β·― οὕτως ἐν τῷ Μέσ., Ἀθήναζε κατεπείγομαι Ἀλκίφρ. 51. 3