παρεκλείπω
From LSJ
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
English (LSJ)
A leave out, Aristid.1.171 J. II run short; c. acc., fail, π. αὐτοὺς τὰ βρώματα v.l. in LXXJu.11.12.
German (Pape)
[Seite 513] (s. λείπω), aus- u. vorbeilassen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκλείπω: παραλείπω, καὶ γὰρ εἰσὶ (πράξεις) ἃς παρεξέλιπον Ἀριστείδ. 1. 171. ΙΙ. ἐκλείπω, ἐπεὶ παρεξέλιπον αὐτοὺς τὰ βρώματα αὐτῶν Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΑ΄, 12).