ἠπύτα
From LSJ
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, Ep. for ἠπύτης (which is not found), (ἠπύω)
A calling, crying, ἠπύτα κῆρυξ the loud-voiced herald, Il.7.384; ἠ. σῦριγξ the shrill pipe, Q.S.6.170; πόντος Opp.C.2.136.
German (Pape)
[Seite 1175] ὁ, ep. für (das wohl nicht vorkommende) ἠπύτης, der Rufer; κήρυξ, der lautrufende Herold, Il. 7, 384; Τρίτων, p. bei Ael. H. A. 13, 21; πόντος, laut tosend, Opp. Cyn. 2, 136; σῦριγξ, Qu. Sm. 6, 170. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἠπύτᾰ: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἠπύτης (ὅπερ ὅμως δὲν ἀπαντᾷ), πρβλ. ἱππότα, κτλ.· (ἠπύω)· - φωνητής, βοητής, κράκτης, ἠπύτα κήρυξ, ὁ μεγαλόφωνος κήρυξ, Ἰλ. Η. 384· ἠπ. σῦριγξ, ἡ ὀξύφωνος σ., Κόϊντ. Σμ. 6. 170· πόντος Ὀππ. Κ. 2. 136.