γρῦ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
used with negs., ἀποκρινομένῳ . . οὐδὲ γρῦ not
A a syllable, Ar.Pl. 17, cf. D.19.39; μηδὲ γ. λέγε Men.521; ὄψου μηδὲν . . μηδὲ γ. not a morsel, not a bit, Antiph.190.13; διαφέρει Χαιρεφῶντος οὐδὲ γ. Men. 364, cf. Sam.310, Aristaenet.1.17, Jul.ad Ath.273b. (Expld. of the noise of swine, not even a grunt, by Sch.Ar. l.c.; also, a small coin, Suid.; but prop., = dirt under the nail, Hsch., who also explains it as = γρύτη, cf. γρύξ.)
German (Pape)
[Seite 507] (nicht γρύ, s. Arcad.), der Grunzlaut der Schweine, Schol. Ar. Plut. 17; – nach VLL. auch der Schmutz unter den Nägeln, ὁ ἐν τοῖς ὄνυξι βραχὺς ῥύπος B. A. 228; vgl. Zenob. 5, 54; οὐδὲ γρῦ ἀπεκρίνατο, er hat nicht einmal gemuchst, Ar. Plut. 17; μηδὲ γρῦλέγε Men. bei Ammon. p. 67; u. allein, οὐδὲ γρῦ, auch nicht das Geringste, Dem. 19, 39; ὄψου μηδὲν εἰσπλεῖν μηδὲ γρῦ Antiphan. Ath. VIII, 343 (v. 13); φροντίζειν Luc. Lex. 19.
Greek (Liddell-Scott)
γρῦ: ἐν χρήσει παρὰ κωμικοῖς, ἀείποτε μετὰ τοῦ οὐδὲ ἢ μηδέ, ἀποκρινομένῳ οὐδὲ γρῦ, οὐδὲ συλλαβήν, Ἀριστοφ. Πλ. 17˙ οὐδὲ γρῦ ἀπαγγέλλειν Δημ. 353. 10˙ μηδὲ γρῦ λέγε Μένανδ. Ψευδ. 4˙ ὄψου μηδὲν μηδὲ γρῦ, μηδ’ ὀλίγον, μηδόλως, Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 13˙ διαφέρει Χαιρεφῶντος οὐδὲ γρῦ Μένανδ. Ὀργ. 2. (Κοινῶς ἑρμηνευόμενον ἐκ τῆς φωνῆς τῶν χοίρων, =οὐδὲ ἕν γρύξιμον, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. καὶ ἕτεροι λέγουσι ὅτι τὸ γρῦ ἐσήμαινε κυρίως «τὸν ὑπὸ τῷ ὄνυχι ῥύπον», ὅθεν=πᾶν πρᾶγμα ὅλως ἀσήμαντον).