προσερέω

From LSJ
Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσερέω Medium diacritics: προσερέω Low diacritics: προσερέω Capitals: ΠΡΟΣΕΡΕΩ
Transliteration A: proseréō Transliteration B: prosereō Transliteration C: prosereo Beta Code: prosere/w

English (LSJ)

Att. contr. προσερῶ, used as fut. of προσαγορεύω, προσεῖπον being used as aor.: pf. προσείρηκα, -ημαι, Pl.Ti.31a, Cra.403a: —Pass., fut. προσρηθήσομαι (v. infr.): aor. προσερρήθην (v. infr.):—

   A speak to, address, accost, τινα E.Alc.1005 (lyr.), Pl.Phd.60a; οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν E.Alc.195, cf. 942; of one who addresses a god, Hdt.5.72.    2 c. dupl. acc., call by a name, πολίτας ἀλλήλους π. Pl.R.463a; ἕνα οὐρανὸν π. Id.Ti.31a; τί προσεροῦμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις; Id.Sph.227b; τινὰ ταὐτὸν π. ὄνομα ib.224b:—Pass., βασιλικὸς προσρηθήσεται Id.Plt.259b, cf. Cra. 403a.    II Pass., to be enjoined, commanded, Aristid.1.484J.

German (Pape)

[Seite 762] fut. zu προσεῖπον, προσαγορεύω, perf. προσείρηκα, προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς ὄνομα, Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν ὄνομα ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; πᾶν νόσον προσρητέον, Tim. 86 b.

Greek (Liddell-Scott)

προσερέω: Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ προσαγορεύω, τὸ δὲ προσεῖπον εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι ὄνομα, ὀνομάζω, πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν ὄνομα ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ ἁπλῶς, πρ. ὄνομα ταὐτὸν αὐτόθι 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. προσερέσθαι.