πτοέω

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτοέω Medium diacritics: πτοέω Low diacritics: πτοέω Capitals: ΠΤΟΕΩ
Transliteration A: ptoéō Transliteration B: ptoeō Transliteration C: ptoeo Beta Code: ptoe/w

English (LSJ)

and πτοιέω, fut.

   A -ήσω AP7.214 (Arch.): Ep. aor. ἐπτοίησα, Aeol. ἐπτόαισα (v. infr.):—Pass., Ep. aor. ἐπτοιήθην Call.Dian.191: pf. ἐπτόημαι, Ep. ἐπτοίημαι (v. infr.):—terrify, scare, AP l.c.:—Pass., to be scared, dismayed, φρένες ἐπτοίηθεν Od.22.298; ἐξ ὕπνου κέκραγεν ἐπτοημένη A.Ch.535; ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν by serpents, E.El. 1255 (s. v.l.); ἔβαλλε χεῖρας ἐπτοημένας Id.Tr.559 (lyr.); πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Plb.31.11.4, cf. LXX Ex.19.16, al., Ev.Luc.21.9, 24.37; περὶ ὃ ἂν τύχῃ Polystr.p.29 W.; of animals, Q.S.11.48, 13.457.    II metaph., flutter, excite by any passion, τό μοι καρδίαν . . ἐπτόαισεν Sapph.2.6, cf. eand.Supp.14.6; τὴν δὲ φρένας ἐπτοίησεν Κύπρις A.R.1.1232; Κύπρις ἐπ' Αἰακίδῃ κούρῃ φρένας ἐπτοίησεν Poet. ap.Parth.21.2:—Pass., to be passionately excited, Mimn.5.2 (= Thgn. 1018); ἐπτοημένοι φρένας A.Pr.856; ὡς ἐπτόηται E.Ba.214, cf. IA 1029; ἔρωτι ἐπτοάθης ib.586 (lyr.); πτοιηθεὶς ὑπ' ἔρωτι Call.l.c.; τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι Pl.Phd.68c, cf. R.439d, Epicur.Fr. 465; περὶ τὴν ὀχείαν Arist.HA614a26, cf. 571b10; περὶ τὰ ὄψα Plu. 2.1128b; περὶ τὸ κέρδος Onos.1.20; ἐς γυναῖκας Luc.Am.5; ἐπὶ τὸ νέον ib.23; ἐπὶ γυναικί Parth.4.2; πρὸς τὰς αἶγας Plu.2.989a; τῇ γνώμῃ πρὸς τὸν πόλεμον Id.Sull.7; to be distraught, μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται he gapes like one distraught after his fellows, Hes.Op.447; τὸ πτοηθέν distraction, E.Ba.1268. (πτοι- only in dactylic verse, perh. metri gr.; the -άω inflexion only in Thgn. l.c., E.IA586 (lyr.); Lesb. -αις (ε) may have -αι- for -η- as αἰμίονος, etc.)

German (Pape)

[Seite 810] auch πτοιέω u. πτοιάω, scheuchen, in Furcht u. Schrecken setzen, und dadurch zum Fliehen bringen, fortjagen, pass. sich fürchten, ängstigen, φρένες ἐπτοίηθεν, Od. 22, 298; ἐπτοημένοι φρένας, Aesch. Prom. 858, vgl. Ch. 528; πτοιοῦμαι ὑπέρ τινος, Philet. 13; εἵρξει νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκο υσιν, Eur. El. 1255, u. öfter; ἔρωτι αὐτὸς ἐπτοάθης, I. A. 586; bes. = von einer Leidenschaft hingerissen werden, z. B. von leidenschaftlicher Liebe, Theogn. 1012; Mimn. 3, 2, Bach; vgl. μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται, er gafft unruhig, unstät nach andern Gleichalterigen, Hes. O. 449; im perf. gefesselt sein, τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι, Plat. Phaed. 68 c, vgl. 108 a Rep. IV, 439 d; Folgde; εἰς γυναῖκας ἐπτόητο, Luc. amor. 5; πρός τι, Plut. Sull. 7; περὶ τὰ ὄψα, de occulte viv. i. A.; πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις, Pol. 31, 19, 4, in Furcht gesetzt; ἐπτοημένος καὶ πλήρης ἀγωνίας, im Ggstz von περιχαρής, 8, 21, 2; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτοέω: ὡσαύτως πτοιέω· μέλλ. ήσω· Ἐπικ. ἀόρ. ἐπτοίησα· - Παθ., Ἐπικ. ἀόρ. ἐπτοιήθην· πρκμ. ἐπτόημαι, Ἐπικ. ἐπτοίημαι. Τρόμον ἐμποιῶ, ἐκφοβῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 191, Ἀνθ. Π. 7. 214· - Παθ. φοβοῦμαι, τρομάζω, φρένες ἐπτοίηθεν Ὀδ. Χ. 298· ἐξ ὕπνου κέκραγεν ἐπτοημένη Αἰσχύλ. Χο. 535· ἐπτοημένας δεινοῖς δάκρυσιν, ὑπὸ ὄφεων, Εὐρ. Ἠλ. 1255· ἔβαλλε χεῖρας ἐπτοημένας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 559· ἐπτ. ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Πολύβ. 31. 19, 4. ΙΙ. μεταφορ., κινῶ, ταράττω, συγκινῶ αἰφνιδίως διά τινος πάθους, τό μοι καρδίαν... ἐπτόασεν Σαπφὼ 2. 6· τῆς δὲ φρένας ἐπτοίασεν Κύπρις Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1232, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Παρθεν. 21. - Παθ., ταράσσομαι, πτοιῶμαι δ’ εἰσορῶν ἄνθος ὁμηλικίης κτλ. Θέογν. 1012, ἢ μᾶλλον Μίμνερμ. 5. 2 (ἔνθα συμπαρομαρτεῖ καὶ ἔννοιά τις φόβου), πρβλ. Merrick. εἰς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ.) 361· ἐπτοημένοι φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 856· ὡς ἐπτόηται Εὐρ. Βάκχ. 214, πρβλ. Ι. Α. 1029· κυριεύομαι ὑπὸ πάθους τινὸς ἢ ἐπιθυμίας, ἐπτοάθης ἔρωτι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 587· πτοιηθεὶς ἔρωτι Καλλ. Ἄρτ. 191· τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι Πλάτ. Φαίδων 68C, πρβλ. Πολ. 439D· περὶ τὴν ὀχείαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 11, πρβλ. 6. 18, 2· περὶ τὰ ὄψα Πλούτ. 2. 1128Β· εἰς γυναῖκας Λουκ. Ἔρωτ. 5· ἐπὶ τὸν νέον αὐτόθι 23· ἐπὶ γυναικὶ Παρθέν. 4· πρὸς τὰς αἶγας Πλούτ. 2. 989Α· τὴν γνώμην πρὸς τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7· - καθόλου, γίνομαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ, κουρότερος γὰρ ἀνὴρ μεθ’ ὁμήλικας ἐπτοίαται, χάσκει πρὸς τοὺς ὁμήλικας ὥς τις ἐκτὸς ἑαυτοῦ, «ὡσανεὶ ῥέμβεται ὁ νοῦς τοῦ τοιούτου ἐπὶ τοὺς ὁμήλικας» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449· τὸ πτοηθέν, πτόησις διατάραξις, Εὐρ. Βάκχ. 1269. (Ἴσως ὡς ἡ √ΠΤΑ γίνεται ΠΤΑΚ (ἰδὲ ἐν λ. πτήσσω), οὕτως ἡ √ΠΤΟ ἐν τῷ πτοέω γίνεται ΠΤΩΚ ἐν τῷ πτώσσω).