τρίβων

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίβων Medium diacritics: τρίβων Low diacritics: τρίβων Capitals: ΤΡΙΒΩΝ
Transliteration A: tríbōn Transliteration B: tribōn Transliteration C: trivon Beta Code: tri/bwn

English (LSJ)

(A) [ῐ], ωνος, ὁ, but ἡ in PGiss.76.2 (ii A. D.): (τρίβω):—

   A worn garment, threadbare cloak, E.Fr.282.12, Ar.Ach.184,343 (troch.), al., PCair.Zen.92.19, 519.11 (iii B. C.), Sammelb. 7451.149 (iii B. C.): worn by the Spartans, Αακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν D. 54.34, cf. Duris 14J.; by Philosophers, as Socrates, Pl.Smp.219b, Prt.335d; esp. by the Cynics, Crates Theb.16, Arr.Epict.3.1.24, etc.; and the Stoics, Zeno Stoic.1.63; πήρα καὶ τ. Plu.2.332a, cf. Luc.Peregr.15, D.L.6.13; οἱ τὴν χλαῖναν ἐν τῷ θέρει κατατρίψαντες ἐν τῷ τ. τὸν χειμῶνα διάγουσι Ath.Med. ap. Orib.inc.21.17:— = στολή τις ἔχουσα σημεῖα ὡς γαμμάτια acc. to EM766.6.
τρίβων (B) [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, Adj.

   A practised or skilled in a thing, used to it, c. gen., τρίβων αὐτῆς (sc. τῆς καννάβιος) Hdt.4.74; τ. λόγων E. Ba.717; τ. ἱππικῆς Ar.V.1429; τῶν κρεμαθρῶν οὔπω τ. Id.Nu.869; τῶν ἔργων τῆς ἰατρικῆς Gal.15.169, cf. 18(2).35: c. acc., τρίβων τὰ τοιάδε E.Med.686: abs., Id.El.1127: Comp. -ότερος EM766.4:— hence    2 Subst., 'old hand', rogue, Ar.Nu.869,870 (a pun).

German (Pape)

[Seite 1141] ωνος, ὁ, 1) ein abgeriebenes, abgetragenes Kleid, bes. ein alter abgeschabter Mantel, wie ihn die Spartaner, später die Philosophen und endlich die Mönche zu tragen pflegten, gew. Sinnbild einer genügsamen, strengen Lebensweise; Ar. Ach. 184. 324 Vesp. 1131; Plat. Prot. 335 d Conv. 219 b; λακωνίζειν φασὶ καὶ τρίβωνας ἔχουσι, Dem. 54, 34; Sp.; vgl. Perizon. ad Ael. 5, 5. – 2) als adj., geübt in Etwas, einer Sache kundig, τρίβων αὐτῆς, Her. 4, 74; λόγων, im Reden geübt, Eur. Bacch. 716, der es auch mit dem acc. verbindet, τρίβων τὰ τοιάδε Med. 686, τρίβων εἶ τὰ κομψά Rhes. 625. – Absolut, ὁ τρ., ein abgeriebener, durchtriebener, verschmitzter Mensch, Ar. Nubb. 859.

Greek (Liddell-Scott)

τρίβων: [ῐ], -ωνος, ὁ, (Ö ΤΡΙΒ, τρίβω), τετριμμένον ἢ πεπαλαιωμένον καὶ ἐφθαρμένον ἐπανωφόριον, ἢ τραχύ, Εὐριπ. Ἀποσπ. 284. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 184, 343, κ. ἀλλ.· - μάλιστα οἷον ἐφόρουν οἱ Σπαρτιᾶται, Λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν Δημ. 1267. 62· τὸν τρίβωνα ἀκολούθως παρέλαβον οἱ φιλόσοφοι, οἷονΣωκράτης, Πλάτ. Συμπ. 219Β, Πρωτ. 335D· μάλιστα δὲ οἱ κυνικοί, Ἀλκίφρων 3. 55, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 24, κλπ.· πήρα καὶ τρ. Πλούτ. 2. 332Α, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15, Διογ. Λ. 6. 13· καὶ κατὰ τοὺς μετὰ ταῦτα χρόνους οἱ μοναχοί, Συνεσ. Ἐπιστ. 147, 150, κλπ.· - ἐντεῦθεν λαμβάνεται ὡς ἔμβλημα βίου καὶ αὐστηροῦ ἢ σπουδῆς βαθείας, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὡς ἔμβλημα ἀσκητισμοῦ, ὡς τὰ νῦν τὸ «ῥάσον», ἴδε Wyttemb. εἰς Πλουτ. 2. 52C.