τανηλεγής
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
English (LSJ)
ές, perh.
A bringing long woe, epith. of death, μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο Od.2.100, etc.; δύο κῆρε τ. θ. Il.8.70; κὴρ . . τ. θ. Od.11.171, Tyrt.12.35. Adv. τανηλεγέως Supp.Epigr.1.450 (Phrygia). (Apparently a compd. of ἄλγος (ἀλέγω) like δυσηλεγής.)
German (Pape)
[Seite 1067] ές, lang hinlegend, lang ausstreckend; bei Hom. oft als Beiwort des Todes; Μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο, Od. 2, 100 u. öfter; Κὴρ ταν. θαν., 11, 171, wie Il. 8, 70. 22, 210; offenbar von der sinnlichen Erscheinung, daß die Glieder des Sterbenden ausgereckt werden; also nicht = in langen Schlaf bringend.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνηλεγής: -ές, (λέγω) ὁ εἰς μῆκος ἐκτείνων τινά, ἐπίθετον τοῦ θανάτου, κατ’ ἄλλους ὁ λίαν ἀλγεινός, μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο Ὀδ. Β. 100. κλπ.· δύο κῆρε ταν. θαν. Ἰλ. Θ. 70, Χ. 210· κήρ... ταν. θ. Ὀδ. Λ. 170, Τυρταῖ. 9. 35.